ἐμπιστεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπιστεύω''': ἐμπιστεύομαι, τινί τι Διόδ. 1. 67, Πλουτ. Φωκ. 32: - μέσ., ἐνεπιστεύσατο τὸ ναυτικὸν Ἀντιόχῳ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1469: - παθ., ἄλλῳ δέ τινι στρατοπέδων ἅμα καὶ ἔθνους τοῦ μεγίστου τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθέντι ἐκ βασιλέως, εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς ἐνεπίστευσε τὴν [[ἀρχήν]]..., Λουκ. Δημών. Βίος 51, Γεωπ. 2. 44, 1. ΙΙ. ἔχω πεποίθησιν, ἔν τινι Ἑβδ. (Β. Παραλειπ. Κ΄, 20.
|lstext='''ἐμπιστεύω''': ἐμπιστεύομαι, τινί τι Διόδ. 1. 67, Πλουτ. Φωκ. 32: - μέσ., ἐνεπιστεύσατο τὸ ναυτικὸν Ἀντιόχῳ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1469: - παθ., ἄλλῳ δέ τινι στρατοπέδων ἅμα καὶ ἔθνους τοῦ μεγίστου τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθέντι ἐκ βασιλέως, εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς ἐνεπίστευσε τὴν [[ἀρχήν]]..., Λουκ. Δημών. Βίος 51, Γεωπ. 2. 44, 1. ΙΙ. ἔχω πεποίθησιν, ἔν τινι Ἑβδ. (Β. Παραλειπ. Κ΄, 20.
}}
{{bailly
|btext=confier : τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>Pass.</i> être chargé par la confiance de qqn de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πιστεύω]].
}}
}}