ἐμπιστεύω

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπιστεύω Medium diacritics: ἐμπιστεύω Low diacritics: εμπιστεύω Capitals: ΕΜΠΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: empisteúō Transliteration B: empisteuō Transliteration C: empisteyo Beta Code: e)mpisteu/w

English (LSJ)

A entrust, τινί τι D.S.1.67, Plu.Phoc.32; Ἔρως ταῖς βολαῖς τῶν ὀμμάτων ἐ. τὴν τόξευσιν Lib.Descr.30.8:—Pass., τινί PStrassb.5.10; but also, to be entrusted with, τι Luc.Demon.51, Gp.2.44.1; ὁ ἐγκέφαλος.. ἀσφάλειαν ἐμπεπιστευμένος Hp.Ep.23.
II trust in, give credence to, τινί LXX De.1.32, al., Nic.Dam.Fr.130.19 J.; ἔν τινι LXX 2 Ch.20.20; ἐπί τινι ib.3 Ma.2.7.

Spanish (DGE)

• Grafía: pap. ἐνπ-
I 1confiar, encomendar c. ac. y dat. gener. de pers. τούτοις ... τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν D.S.1.67, τῷ Φωκίωνι ... τὸ σῶμα Plu.Phoc.32, cf. I.BI 1.262, Ἔρως ... ταῖς βολαῖς τῶν ... ὀμμάτων ... τὴν τόξευσιν Lib.Descr.30.8, τοῖς οἰκέταις οἶνον Gp.7.8.1, en v. pas. ἐμπιστεύσατε ἐν κυρίῳ θεῷ ὑμῶν καὶ ἐμπιστευθήσεσθε confiad en el Señor vuestro Dios y seréis dignos de confianza LXX 2Pa.20.20 (v. tb. infra II), τὴν ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ στρατηγίαν I.BI 3.137, cf. IG 5(1).1432.22 (Mesene I a.C.), (συνευνοεῖν) ἐν ἁπ[άσ] ι τοῖς ... ἐμπιστευθησομένοις αὐτῷ PStras.40.40 (VI d.C.), οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται los que han recibido gran confianza (resultan) traidores Aesop.76
c. ac. de rel. estar encargado de τὴν ἀρχήν Luc.Demon.51, fig. ὁ ἐγκέφαλος ἀσφάλειαν (τοῦ σώματος) ἐμπεπιστευμένος Hp.Ep.23, ἐκ παλαιοῦ χρόνου τὴν γεωργίαν ἐνπιστευθεὶς ἐτύγχανεν PStras.5.10 (III d.C.), cf. Gp.2.44.1, ὁ τὰ εἰρηνικὰ ἐμπεπιστευμένος PTurner 44.16 (IV d.C.).
2 c. inf. asegurar, dar seguridades de que en v. pas. ἐνπιστευθε[ὶ] ς ὑπὸ τούτου ἔχειν ... πλοῖον ἑλληνικόν habiendo sido asegurado por él que tenía una nave griega, POxy.2347.4 (IV d.C.).
II intr. fiarse, confiar οὐ ταῖς ἀρχαῖς ἐμπιστεύοντες, αἳ μεταπίπτειν εἰώθασιν Arist.Ep.2.1 (p.29), ταῖς παρὰ τῶν ἄλλων κατηγορίαις Nic.Dam.Vit.Caes.130.19
c. dat. de la divinidad confiar, encomendarse οὐκ ἐνεπιστεύσατε κυρίῳ τῷ θεῷ LXX De.1.32, c. prep. ἐν κυρίῳ θεῷ LXX 2Pa.20.20, ἐπί σοι LXX 3Ma.2.7.

German (Pape)

[Seite 813] darauf vertrauen, τινί, LXX.; anvertrauen, τινί τι, Plut. Phoc. 32; D. Sic. 1, 67; pass., mir wird anvertraut, τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθεὶς ἐκ βασιλέως, dem vom Könige die Herrschaft anvertraut war, Luc. Demon. 51, vgl. Amor. 14.

French (Bailly abrégé)

confier : τινί τι qch à qqn ; Pass. être chargé par la confiance de qqn de, acc..
Étymologie: ἐν, πιστεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπιστεύω: доверять, вверять (τινί τι Diod., Plut.): ἐμπιστευθεὶς τὴν ἀρχήν τινος ἔκ τινος Luc. облеченный кем-л. властью над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπιστεύω: ἐμπιστεύομαι, τινί τι Διόδ. 1. 67, Πλουτ. Φωκ. 32: - μέσ., ἐνεπιστεύσατο τὸ ναυτικὸν Ἀντιόχῳ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1469: - παθ., ἄλλῳ δέ τινι στρατοπέδων ἅμα καὶ ἔθνους τοῦ μεγίστου τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθέντι ἐκ βασιλέως, εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς ἐνεπίστευσε τὴν ἀρχήν..., Λουκ. Δημών. Βίος 51, Γεωπ. 2. 44, 1. ΙΙ. ἔχω πεποίθησιν, ἔν τινι Ἑβδ. (Β. Παραλειπ. Κ΄, 20.

Greek Monotonic

ἐμπιστεύω: μέλ. -σω (ἐν), εμπιστεύομαι, τινί τι, σε Πλούτ. — Παθ., εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, τι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω [ἐν]
to entrust, τινί τι Plut.:—Pass. to be entrusted with, τι Luc.

Translations

entrust

Bulgarian: поверявам; Catalan: confiar; Danish: betro; Dutch: toevertrouwen; Esperanto: konfidi, alkonfidi; Finnish: antaa huostaan, antaa hoidettavaksi, antaa tehtäväksi; French: confier; German: anvertrauen; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: εμπιστεύομαι; Ancient Greek: ἀνατίθημι, ἀντεπιτίθημι, διαπαραδίδωμι, διαπιστεύω, ἐγκαθίημι, ἐγχειρίζω, εἰσχειρίζω, ἐμπιστεύω, ἐπιτρέπω, ἐπιτροπεύω, ἐπιτρωπάω, ἐπιτρωπῶ, θαρρέω, θαρρῶ, θαρσέω, θαρσῶ, καταπιστεύω, παρακατατίθημι, παρατίθημι, παρεγγυῶ, πιστεύω; Hungarian: bíz, megbíz; Ido: konfidar; Indonesian: mempercayakan, menitip; Irish: cuir in iontaoibh, lig ar iontaoibh le; Old Irish: ad·noí; Italian: confidare; Kurdish Central Kurdish: سپاردن‎; Latin: commendo; Latvian: uzticēt; Middle English: recomaunden, comaunden, recommenden; Ottoman Turkish: اینانمق‎; Polish: powierzyć; Portuguese: confiar; Russian: доверять, доверить; Spanish: encomendar, confiar; Swedish: anförtro, ombetro, betro, förtro; Telugu: ఒప్పగించు; Turkish: emanet etmek; Ukrainian: довіряти, дові́рити