ἀναρτέομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρτέομαι''': Ἰων. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. (πρβλ. [[ἀρτέομαι]]), προτίθεμαι, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], ἔχω ἀπόφασιν νὰ πράξω τι· μετ’ ἀπαρ., ἀναρτημένου σευ.. χρηστὰ ἔργα.. ποιέειν Ἡρόδ. 1. 90· μαθών.. τοὺς Ἀθηναίους ἀναρτημένους ἕρδειν Αἰγινήτας κακῶς 6. 88· ἀνάρτημαι ἐπ’ αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7. 8, 3.
|lstext='''ἀναρτέομαι''': Ἰων. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. (πρβλ. [[ἀρτέομαι]]), προτίθεμαι, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], ἔχω ἀπόφασιν νὰ πράξω τι· μετ’ ἀπαρ., ἀναρτημένου σευ.. χρηστὰ ἔργα.. ποιέειν Ἡρόδ. 1. 90· μαθών.. τοὺς Ἀθηναίους ἀναρτημένους ἕρδειν Αἰγινήτας κακῶς 6. 88· ἀνάρτημαι ἐπ’ αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être prêt, préparé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀρτέω]].
}}
}}