ἀναρτέομαι

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρτέομαι Medium diacritics: ἀναρτέομαι Low diacritics: αναρτέομαι Capitals: ΑΝΑΡΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anartéomai Transliteration B: anarteomai Transliteration C: anarteomai Beta Code: a)narte/omai

English (LSJ)

Ion. Verb, used only in pf. Pass. (cf. ἀρτέομαι), to be ready, prepared to do, c. inf., ἀναρτημένου σεῦ χρηστὰ ἔργα ποιέειν Hdt.1.90; ἀναρτημένος ἔρδειν τινὰ κακῶς 6.88; ἀνάρτημαι ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7.8.γ.

Spanish (DGE)

jón. usado sólo en perf. estar dispuesto c. inf. ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέειν Hdt.1.90, ἔρδειν Hdt.6.88, ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι Hdt.7.8γ.

French (Bailly abrégé)

ἀναρτοῦμαι;
être prêt, préparé.
Étymologie: ἀνά, ἀρτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), προτίθεμαι, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, ἔχω ἀπόφασιν νὰ πράξω τι· μετ’ ἀπαρ., ἀναρτημένου σευ.. χρηστὰ ἔργα.. ποιέειν Ἡρόδ. 1. 90· μαθών.. τοὺς Ἀθηναίους ἀναρτημένους ἕρδειν Αἰγινήτας κακῶς 6. 88· ἀνάρτημαι ἐπ’ αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7. 8, 3.

Greek Monotonic

ἀναρτέομαι: Ιων. ρήμα που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. ἀνάρτημαι, είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ. ἀρτέομαι.

Middle Liddell

[ionic Verb, only used in perf. pass.]
to be ready, prepared to do, c. inf., Hdt.: cf. ἀρτέομαι.