ἐγκαψικίδαλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαψικίδαλος''': -ον, ([[κίδαλον]]) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε [[καψιπήδαλος]].
|lstext='''ἐγκαψικίδαλος''': -ον, ([[κίδαλον]]) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε [[καψιπήδαλος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gourmand d’oignons.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκάπτω]], [[κίδαλον]].
}}
}}