ἐγκαψικίδαλος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαψικίδαλος Medium diacritics: ἐγκαψικίδαλος Low diacritics: εγκαψικίδαλος Capitals: ΕΓΚΑΨΙΚΙΔΑΛΟΣ
Transliteration A: enkapsikídalos Transliteration B: enkapsikidalos Transliteration C: egkapsikidalos Beta Code: e)gkayiki/dalos

English (LSJ)

ἐγκαψικίδαλον, (κίδαλον) onion-eating, Luc.Lex.10 (prob.f.l. for ἐγκαψιπήδαλος, cf. καψιπήδαλος).

German (Pape)

[Seite 707] (ἐγκάπτω), Zwiebeln schluckend, Luc. Lexiph. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gourmand d'oignons.
Étymologie: ἐγκάπτω, κίδαλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαψικίδαλος: (κῐ) ὁ пожиратель луковиц Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαψικίδαλος: -ον, (κίδαλον) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε καψιπήδαλος.

Greek Monolingual

ἐγκαψικίδαλος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κρεμμύδια.