πορίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορίζω''': μέλλ. Ἀττ. ποριῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1079, 1101, Θουκ., κλπ.· ἀόρ. ἐπόρισα Πλάτ.· πρκμ. πεπόρικα ὁ αὐτ.· ― Μέσ., μέλλ. Ἀττ. ποριοῦμαι Δημ. 938. 5, πορίσομαι Διοδ. Ἀποσπ. 616. 62· ἀόρ. ἐπορισάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 880, κτλ.· ― Παθ., μέλλ. πορισθήσομαι Θουκ. 6. 37, 94· ἀόρ. ἐπορίσθην Θουκ. 6. 37, κτλ., Δωρ. -ίχθην Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 75· πρκμ. πεπόρισμαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 297 (278), Δημ. 1081. 20, (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασ., Λυσ. 182. 6, Αἰσχίν. 84. 6, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 40b). ὑπερσ. ἐπεπόριστο Θουκ. 6. 29· ([[πόρος]]). Κυρίως ὡς τὸ [[πορεύω]], [[φέρω]], ἄγω, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) Σοφ. Ἠλ. 1266. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[παρέχω]], προξενῶ, δίδω, ἐμποιῶ, κακά τινι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 10· ἀγαθόν, νίκην, χρήματα, κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 461, Ἱππ. 594, Ἐκκλ. 236, κτλ.· ἀρχὴν πολέμου Ἀριστοφ. Βαβυλ. 8· τροφὴν τοῖς στρατιώταις Ἰσοκρ. 249C· τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· ― καὶ ἀπολ., θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]] Εὐρ. Μήδ. 879· ― οὕτω [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπινοεῖν, μηχανᾶσθαι, μηχανὴν κακῶν, πόρους Εὐρ. Ἄλκ. 222, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, κτλ.· τέχνην ἐπί τινι Εὐρ. Ι. Α. 745· π. τριβὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 386· διαβολὴν Θουκ. 6. 29· σωτηρίαν τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 321Β· ἀπόκρισιν τῇ ζητήσει ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30D, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ μέσ., [[λαμβάνω]], Δημ. 22. 26. ― Μέσ., [[παρέχω]] τι ἐμαυτῷ, προμηθεύω τι εἰς ἐμαυτόν, πορίζομαι, [[λαμβάνω]], Λατ. sibi comparare, ῥήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 880· δαπάνην, χρήματα Θουκ. 1. 83, 142., 4. 9· τὰς ἡδονάς, [[τἀγαθά]], τὰ ἐπιτήδεια, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 501Α, κτλ.· μηχανὴν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Β· δεῖπνα Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1· τὰ καινὰ ῥήματα Φιλήμων, ἔνθ’ ἀνωτ.· φῶς ποθὲν πορισάμενος Πλάτ. Πολ. 427D· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Ἰσοκρ. 256D· [[ὡσαύτως]] π. μάρτυρας Λυσ. 182. 6· πρόφασιν ὁ αὐτ. 112. 26· λόγους Δημ. 938. 5· αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Πλούτ. 2. 868D· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], πορίζεσθαί τι ἑαυτῷ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, Πλάτ. Συμπ. 208Ε. ― Παθ., τὰ τῆς παρασκευῆς πεπόριστο Θουκ. 6. 29· ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ… ἐπορίζοντο, εὐκόλως παρείχοντο μέσα ἐπαγωγά, ὁ αὐτ. 3. 82· [[δύναμις]] πορ. ἐκ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πολ. 364Β· πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 2· αἱ πράξεις (τῶν ζῴων) πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι εἰσίν, [[εἶναι]] ἡρμοσμέναι..., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 3. 2) πορίζεταί τινι, ἀπροσ., [[εἶναι]] εἰς τὴν ἐξουσίαν τινὸς να..., μετ’ ἀπαρ. Ξεν. Οἰκ. 7. 19. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς συγγραφεῦσιν, [[ἐξάγω]] ὡς [[πόρισμα]]. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 24 κἑξ., 24.
|lstext='''πορίζω''': μέλλ. Ἀττ. ποριῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1079, 1101, Θουκ., κλπ.· ἀόρ. ἐπόρισα Πλάτ.· πρκμ. πεπόρικα ὁ αὐτ.· ― Μέσ., μέλλ. Ἀττ. ποριοῦμαι Δημ. 938. 5, πορίσομαι Διοδ. Ἀποσπ. 616. 62· ἀόρ. ἐπορισάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 880, κτλ.· ― Παθ., μέλλ. πορισθήσομαι Θουκ. 6. 37, 94· ἀόρ. ἐπορίσθην Θουκ. 6. 37, κτλ., Δωρ. -ίχθην Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 75· πρκμ. πεπόρισμαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 297 (278), Δημ. 1081. 20, (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασ., Λυσ. 182. 6, Αἰσχίν. 84. 6, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 40b). ὑπερσ. ἐπεπόριστο Θουκ. 6. 29· ([[πόρος]]). Κυρίως ὡς τὸ [[πορεύω]], [[φέρω]], ἄγω, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) Σοφ. Ἠλ. 1266. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[παρέχω]], προξενῶ, δίδω, ἐμποιῶ, κακά τινι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 10· ἀγαθόν, νίκην, χρήματα, κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 461, Ἱππ. 594, Ἐκκλ. 236, κτλ.· ἀρχὴν πολέμου Ἀριστοφ. Βαβυλ. 8· τροφὴν τοῖς στρατιώταις Ἰσοκρ. 249C· τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· ― καὶ ἀπολ., θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]] Εὐρ. Μήδ. 879· ― οὕτω [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπινοεῖν, μηχανᾶσθαι, μηχανὴν κακῶν, πόρους Εὐρ. Ἄλκ. 222, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, κτλ.· τέχνην ἐπί τινι Εὐρ. Ι. Α. 745· π. τριβὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 386· διαβολὴν Θουκ. 6. 29· σωτηρίαν τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 321Β· ἀπόκρισιν τῇ ζητήσει ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30D, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ μέσ., [[λαμβάνω]], Δημ. 22. 26. ― Μέσ., [[παρέχω]] τι ἐμαυτῷ, προμηθεύω τι εἰς ἐμαυτόν, πορίζομαι, [[λαμβάνω]], Λατ. sibi comparare, ῥήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 880· δαπάνην, χρήματα Θουκ. 1. 83, 142., 4. 9· τὰς ἡδονάς, [[τἀγαθά]], τὰ ἐπιτήδεια, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 501Α, κτλ.· μηχανὴν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Β· δεῖπνα Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1· τὰ καινὰ ῥήματα Φιλήμων, ἔνθ’ ἀνωτ.· φῶς ποθὲν πορισάμενος Πλάτ. Πολ. 427D· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Ἰσοκρ. 256D· [[ὡσαύτως]] π. μάρτυρας Λυσ. 182. 6· πρόφασιν ὁ αὐτ. 112. 26· λόγους Δημ. 938. 5· αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Πλούτ. 2. 868D· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], πορίζεσθαί τι ἑαυτῷ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, Πλάτ. Συμπ. 208Ε. ― Παθ., τὰ τῆς παρασκευῆς πεπόριστο Θουκ. 6. 29· ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ… ἐπορίζοντο, εὐκόλως παρείχοντο μέσα ἐπαγωγά, ὁ αὐτ. 3. 82· [[δύναμις]] πορ. ἐκ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πολ. 364Β· πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 2· αἱ πράξεις (τῶν ζῴων) πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι εἰσίν, [[εἶναι]] ἡρμοσμέναι..., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 3. 2) πορίζεταί τινι, ἀπροσ., [[εἶναι]] εἰς τὴν ἐξουσίαν τινὸς να..., μετ’ ἀπαρ. Ξεν. Οἰκ. 7. 19. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς συγγραφεῦσιν, [[ἐξάγω]] ὡς [[πόρισμα]]. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 24 κἑξ., 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πορίσω, <i>ao.</i> ἐπόρισα, <i>pf.</i> πεπόρικα;<br /><i>Pass. f.</i> πορισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπορίσθην, <i>pf.</i> πέπορισμαι, <i>pqp.</i> ἐπεπορίσμην;<br /><b>1</b> ouvrir le chemin, donner passage à : τινα [[πρός]] [[τι]] ouvrir le chemin à qqn vers qch;<br /><b>2</b> transmettre ; procurer, fournir : [[τι]] qch ; τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>Pass.</i> [[ἤδη]] τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο THC les apprêts étaient déjà terminés;<br /><i><b>Moy.</b></i> πορίζομαι (<i>f.</i> πορίσομαι, <i>att.</i> ποριοῦμαι, <i>ao.</i> ἐπορισάμην, <i>pf.</i> πεπόρισμαι);<br /><b>1</b> se procurer, se ménager, acc.;<br /><b>2</b> imaginer <i>ou</i> inventer pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
}}
}}