3,274,919
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπαιθρος''': -ον, = τῷ προηγ., ὕπ. εὐνὴ Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· στρατιῶται Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 14· [[παραχειμασία]] Πολύβ. 3. 8, 2· δυνάμεις ὁ αὐτ. 1. 82, 14 πόλεμοι Διον. Ἁλ. 6. 22· ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Βάβριος 12. 14 Boisson. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐν ὑπαίθρῳ sub Dio, ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀντιφῶν 130. 29, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 6, Οἰκ. 7. 19· σπανίως ἐν τῇ ὀνομ. τὸ ὕπ. τῆς αὐλῆς Λουκ. Συμπ. 20 2) ἐν στριατιωτικῇ γλώσσῃ ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς, τὰ ὕπαιθρα, ἡ ἀναπεπταμένη [[χώρα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὠχυρωμένα μέρη, τῶν ὑπ. κρατεῖν, ἀντιποιεῖσθαι 1. 12, 4., 40 6· μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπ. 17. 3, 4· τῶν ὑπ. ἐκχωρῶ, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὑπαίθρου χώρας καὶ κατακλείομαι ἐν ταῖς πόλεσιν, 9. 3, 6· ἡ ἐν ὑπαίθροις [[οἰκονομία]] 6. 12, 5· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ εἰς ὕπαιθρον ἐξελθεῖν, ἐξελθεῖν εἰς [[πεδίον]] μάχης, 10. 3, 4. 3) ἡ [[ὕπαιθρος]] (ἐξυπ. γῆ), = τὰ ὕπαιθρα, τὸ [[πεδίον]], οἱ ἀγροί, Διον. Ἁλ. 8. 63, 9. 6. 4) [[ἀνοικτός]], [[ἄνευ]] ὀροφῆς ἢ στέγης, aedificia, ambula iores hyp., Vitruv. 1. 2 § 27., 5. 9 § 67 - hypaethros (δηλ. [[ναός]]), ὁ [[ἄνευ]] στέγης, ἀνοκτὸς [[ἄνωθεν]], ὁ αὐτ. 3. 1 § 22· - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ φράσει ἐν ὑπαίθρω· ὁ δὲ [[τύπος]] ὁ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[εἶναι]] ἀεὶ [[ὑπαίθριος]]· ἴδε Ξεν. Οἰκ. 7, 20, [[ἔνθα]] αἱ ἐν [τῷ] ὑπαίθρῳ ἐργασίαι [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ὑπαίθρια ἔργα. | |lstext='''ὕπαιθρος''': -ον, = τῷ προηγ., ὕπ. εὐνὴ Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· στρατιῶται Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 14· [[παραχειμασία]] Πολύβ. 3. 8, 2· δυνάμεις ὁ αὐτ. 1. 82, 14 πόλεμοι Διον. Ἁλ. 6. 22· ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Βάβριος 12. 14 Boisson. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐν ὑπαίθρῳ sub Dio, ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀντιφῶν 130. 29, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 6, Οἰκ. 7. 19· σπανίως ἐν τῇ ὀνομ. τὸ ὕπ. τῆς αὐλῆς Λουκ. Συμπ. 20 2) ἐν στριατιωτικῇ γλώσσῃ ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς, τὰ ὕπαιθρα, ἡ ἀναπεπταμένη [[χώρα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὠχυρωμένα μέρη, τῶν ὑπ. κρατεῖν, ἀντιποιεῖσθαι 1. 12, 4., 40 6· μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑπ. 17. 3, 4· τῶν ὑπ. ἐκχωρῶ, ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὑπαίθρου χώρας καὶ κατακλείομαι ἐν ταῖς πόλεσιν, 9. 3, 6· ἡ ἐν ὑπαίθροις [[οἰκονομία]] 6. 12, 5· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ εἰς ὕπαιθρον ἐξελθεῖν, ἐξελθεῖν εἰς [[πεδίον]] μάχης, 10. 3, 4. 3) ἡ [[ὕπαιθρος]] (ἐξυπ. γῆ), = τὰ ὕπαιθρα, τὸ [[πεδίον]], οἱ ἀγροί, Διον. Ἁλ. 8. 63, 9. 6. 4) [[ἀνοικτός]], [[ἄνευ]] ὀροφῆς ἢ στέγης, aedificia, ambula iores hyp., Vitruv. 1. 2 § 27., 5. 9 § 67 - hypaethros (δηλ. [[ναός]]), ὁ [[ἄνευ]] στέγης, ἀνοκτὸς [[ἄνωθεν]], ὁ αὐτ. 3. 1 § 22· - Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ φράσει ἐν ὑπαίθρω· ὁ δὲ [[τύπος]] ὁ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ. [[εἶναι]] ἀεὶ [[ὑπαίθριος]]· ἴδε Ξεν. Οἰκ. 7, 20, [[ἔνθα]] αἱ ἐν [τῷ] ὑπαίθρῳ ἐργασίαι [[εἶναι]] συνώνυμον τῷ ὑπαίθρια ἔργα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> se fait à l’air libre, en plein air, en plein champ : [[ἐν]] ὑπαίθρῳ, [[ἐν]] [[τῷ]] ὑπαίθρῳ XÉN en plein air ; τὸ ὕπαιθρον τῆς αὐλῆς LUC l’exposition de la cour en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἴθρα]]. | |||
}} | }} |