3,277,172
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμᾰρύσσω''': [ᾰμ], Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «[[στίλβω]], [[λάμπω]]» (Ἡσύχ.), [[ἐκπέμπω]]. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― [[οὕτως]] ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι [[λειμών]], Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = [[ἐκπέμπω]], [[ἐξακοντίζω]], πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω). | |lstext='''ἀμᾰρύσσω''': [ᾰμ], Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «[[στίλβω]], [[λάμπω]]» (Ἡσύχ.), [[ἐκπέμπω]]. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― [[οὕτως]] ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι [[λειμών]], Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = [[ἐκπέμπω]], [[ἐξακοντίζω]], πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> lancer des éclairs, briller;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire briller, acc. ; <i>Pass.</i> jaillir comme un éclair, briller.<br />'''Étymologie:''' ἀ prosth., R. Μαρ briller ; cf. [[μαρμαίρω]]. | |||
}} | }} |