ἀμαρύσσω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰρύσσω Medium diacritics: ἀμαρύσσω Low diacritics: αμαρύσσω Capitals: ΑΜΑΡΥΣΣΩ
Transliteration A: amarýssō Transliteration B: amaryssō Transliteration C: amarysso Beta Code: a)maru/ssw

English (LSJ)

[ᾰμ], Ep., only pres. and impf.,
A sparkle, twinkle, glance, of the eye, ἐκ δέ οἱ ὄσσων πῦρ ἀμάρυσσεν Hes. Th.827; πυκνόν or πύκν' ἀμαρύσσων darting quick glances, h.Merc.278; φολίδων στικτοῖσιτύποις ἀμάρυσσεν ὀφίτης Nonn. D. 18.79:—Med., of light, colour, etc., A.R. 4.178, 1146; ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP9.668 (Marian.), cf. Nonn. D.5.77, al.
II Act., shoot forth, dart, πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29.
2 dazzle, Nonn. D. 5.485.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰρύσσω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I intr. centellear, destellar esp. de los ojos ἐκ δέ οἱ ὄσσων ... πῦρ ἀμάρυσσεν Hes.Th.827, φολίδων στικτοῖσι τύποις ἀμάρυσσεν Nonn.D.18.79
c. ac. neutr. adv. πυκνὸν ... ἀμαρύσσων lanzando rápidas miradas, h.Merc.278
en v. med. mismo sent. destellar, resplandecer, brillar φέγγος A.R.4.1146, αἴγλη Nonn.D.5.77, 7.209, Synes.Hymn.1.133, ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP 9.668 (Marian.).
II tr.
1 hacer destellar πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29, δόμος ... ἀμάρυσσε λίθων ... αἴγλην Nonn.Par.Eu.Io.5.1.
2 deslumbrar ὀφθαλμοὺς ἀμάρυσσεν ... αἴγλη Nonn.D.5.485.
• Etimología: Forma c. prótesis de la raíz que se encuentra en μαρμαίρω q.u.

French (Bailly abrégé)

1 intr. lancer des éclairs, briller;
2 tr. faire briller, acc. ; Pass. jaillir comme un éclair, briller.
Étymologie: ἀ prosth., R. Μαρ briller ; cf. μαρμαίρω.

German (Pape)

funkeln, leuchten lassen, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων Hes. Th. 827; πυκνὸν ἀπὸ βλεφάρων ἀμαρύσσων, häufig hin- und herblickend, H.h. Merc. 278, vgl. 415; ähnl. ἥλιος πῦρ ἀμαρύσσων Qu.Sm. 8.29, d.i. Feuer strahlend.
Pass. ἀπὸ χρυσέων θυσάνων ἀμαρύσσετο φέγγος, Licht strahlte von den goldenen Troddeln. Ap.Rh. 4.1146; übertragen, χθών 4.178; ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών, die Wiese strahlt von Blumen, Marian. 2 (IX.668).

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰρύσσω: (ᾰμ) тж. med. блистать, сверкать HH, Hes.: ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών Anth. луг пестреет цветами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰρύσσω: [ᾰμ], Ἐπ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «στίλβω, λάμπω» (Ἡσύχ.), ἐκπέμπω. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― οὕτως ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών, Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = ἐκπέμπω, ἐξακοντίζω, πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω).

Greek Monolingual

ἀμαρύσσω (Α)
(ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - προθεματικό και θ. μαρ- (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα -ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα
αρχ.-μσν.
ἀμαρυγή
μσν.
ἀμάρυξις].

Greek Monotonic

ἀμᾰρύσσω: (√ΑΜΑΡΥΓ), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, στίλβω, λάμπω, λέγεται για το μάτι, σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το χρώμα, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sparkle, twinkle (of the eye) (h. Merc., Hes.)
Other forms: only present
Derivatives: ἀμαρυγή (υ metr. lengthening) twinkling (h. Merc.), ἀμάρυγξ id. (Hdn.; on the formation Schwyzer 498: 7). Nasalized form perhaps in Ἀμαρυγκεύς (Ψ 630) and in ἀμαρυγκυσία βοστρυχία H. (quite unclear; mistake?) - ἀμαρύττα τοὺς ὀφθαλμούς H.; taken as a Cret. dual = ἀμαρύκτα the twinkling.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with μαρμαίρω (q.v.; cf. μαρμαρυγή). As -ύσσω is typically Greek (Schwyzer 733), comparison with Lith. mérkti close the eyes, flicker etc. is not allowed. The word may be called expressive, but may well be of Pre-Greek origin, with ἀ- interchanging with reduplication and the suffix -υξ/-υγξ which is typical of the substr. language and shows prenasalization; Kuiper, FS Kretschmer 1, 221.

Middle Liddell

[Root !αμαρυγ, like μαρμαίρω only in pres. and imperf.]
to sparkle, glance, of the eye, Hes.:—Mid. of light, colour, Anth.

Frisk Etymology German

ἀμαρύσσω: {amarússō}
Forms: (h. Merc., Hes., hell. und sp. Epiker) nur im Präsensstamm belegt.
Grammar: v.
Meaning: funkeln, schimmern
Derivative: Davon verschiedene Nomina actionis: ἀμάρυγμα, äol. -χμα das Schimmern, das Funkeln (Hes., Sapph., B., Theok. u. a.), ἀμαρυγή (υ metr. gedehnt) ib. (h. Merc. usw.), ἀμάρυγξ ib. (Hdn., H., zur Bildung Schwyzer 498: 7). Nasaliertes Suffix auch in Ἀμαρυγκεύς (Ψ 630) und in dem dunklen ἀμαρυγκυσία· βοστρυχία H. — Ein Nomen agentis ist ἀμαρύττα· τοὺς ὀφθαλμούς H.; falls richtig überliefert wohl kret. Dual = ἀμαρύκτα die Funkelnden.
Etymology: Sichere Erklärung fehlt; gewöhnlich zu μαρμαίρω (s. d.) gezogen. Jedenfalls wird -ύσσω als rein griechisches Ableitungselement aufzufassen sein, wodurch der Vergleich mit lit. mérkti die Augen schließen, blinzeln und anderen ähnlichen Wörtern (s. Bq mit Lit.) hinfällig wird. Der anlautende ἀ-Vokal ist wie öfters von problematischer Natur, vgl. Winter Prothet. Vokal 20.
Page 1,87

Mantoulidis Etymological

(=λάμπω, σπινθηροβολῶ). Ἀπό ρίζα μαρ+α εὐφων. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμαρυγή (=ἀκτινοβόληση), ἀμάρυγμα (=λάμψη). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα καί οἱ λέξεις: μαρμαίρω (=λάμπω), μαρμαρυγή, μάρμαρος (=ἀστραφτερή πέτρα).