μάννα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάννᾰ''': ἡ, μικρὸν [[τεμάχιον]], [[κόκκος]], [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - [[μάννα]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς = τῷ [[μάννα]] λιβανωτοῦ, τὸ [[κόμμι]] τοῦ δένδρου, [[λίβανος]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ [[ὄνομα]] [[μάννα]] δίδεται [[σήμερον]] εἰς τὸ [[κόμμι]] πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, [[μάλιστα]] δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. [[μέλι]] ΙΙ, [[ἐλαιόμελι]]. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ [[θεόπεμπτος]] τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - [[ὡσαύτως]] τὸ [[μάννα]] ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).
|lstext='''μάννᾰ''': ἡ, μικρὸν [[τεμάχιον]], [[κόκκος]], [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - [[μάννα]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς = τῷ [[μάννα]] λιβανωτοῦ, τὸ [[κόμμι]] τοῦ δένδρου, [[λίβανος]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ [[ὄνομα]] [[μάννα]] δίδεται [[σήμερον]] εἰς τὸ [[κόμμι]] πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, [[μάλιστα]] δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. [[μέλι]] ΙΙ, [[ἐλαιόμελι]]. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ [[θεόπεμπτος]] τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - [[ὡσαύτως]] τὸ [[μάννα]] ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> (ἡ) grain d’encens;<br /><b>2</b> ἡ [[μάννα]] <i>ou</i> τὸ [[μάννα]] la manne des Israélites.
}}
}}