συγκλονέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλονέω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], κλονῶ [[ὁμοῦ]], συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ [[νέας]] Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, [[ὥσπερ]] νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.
|lstext='''συγκλονέω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], κλονῶ [[ὁμοῦ]], συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ [[νέας]] Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, [[ὥσπερ]] νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />jeter de la confusion, troubler, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλονέω]].
}}
}}