συγκλονέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
dash together, confound utterly, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Il.13.722; νέας AP9.755; ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι... σ. Eus.Mynd.12; τοὺς καρπούς EM378.48; of concussion of joints, Gal.7.185.
German (Pape)
[Seite 968] durch einander bewegen, rütteln, verwirren; συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί, Il. 13, 722; νέας συγκλονέουσα Σκύλλα, Ep. ad. 275 (IX, 755).
French (Bailly abrégé)
συγκλονῶ :
jeter de la confusion, troubler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κλονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλονέω in verwarring brengen.
Russian (Dvoretsky)
συγκλονέω: приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; νέας Anth.).
English (Autenrieth)
ipf. συνεκλόνεον: confound, Il. 13.722†.
Greek Monotonic
συγκλονέω: τινάζω μαζί, αναταράζω με δύναμη, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλονέω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, κλονῶ ὁμοῦ, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ νέας Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.