πραγμάτιον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πραγμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρᾶγμα]], μηδαμινὴ [[ὑπόθεσις]], μικρὰ καὶ [[ἀσήμαντος]] [[δίκη]], Ἀριστοφ. Νεφ. 197, 1004, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 16, κλπ.
|lstext='''πραγμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρᾶγμα]], μηδαμινὴ [[ὑπόθεσις]], μικρὰ καὶ [[ἀσήμαντος]] [[δίκη]], Ἀριστοφ. Νεφ. 197, 1004, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 16, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite affaire, <i>particul.</i> procès.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[πρᾶγμα]].
}}
}}