πραγμάτιον
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
τό, Dim. of πρᾶγμα, trifling matter, petty lawsuit or business, Ar.Nu.197,1004, Arr.Epict.1.27.16, POxy.746.6 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 693] τό, dim. von πρᾶγμα, ein Geschäftchen; Ar. Nubb. 198. 991; Epinic. bei Ath. X, 432 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite affaire, particul. procès.
Étymologie: dim. de πρᾶγμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραγμάτιον -ου, τό [πρᾶγμα] zaakje.
Russian (Dvoretsky)
πραγμάτιον: (μᾰ) τό небольшой судебный процесс, дельце Arph.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρᾶγμα, μηδαμινὴ ὑπόθεσις, μικρὰ καὶ ἀσήμαντος δίκη, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, 1004, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 16, κλπ.
Greek Monolingual
το, Α πρᾶγμα, -ατος
1. μηδαμινή υπόθεση
2. μικρή και ασήμαντη δίκη.
Greek Monotonic
πραγμάτιον: τό, υποκορ. του πράγματος, μηδαμινή υπόθεση, μικρή και ασήμαντη δίκη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πραγμάτιον, ου, τό, [Dim. of πρᾶγμα
a trifling matter, petty lawsuit, Ar.