3,270,824
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14. | |lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’apporter chacun son vote ; vote.<br />'''Étymologie:''' [[διαψηφίζομαι]]. | |||
}} | }} |