Anonymous

διαψήφισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14.
|lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’apporter chacun son vote ; vote.<br />'''Étymologie:''' [[διαψηφίζομαι]].
}}
}}