Anonymous

καλλίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles chevilles, aux beaux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]].
}}
}}