3,277,206
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]». | |lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux belles chevilles, aux beaux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]]. | |||
}} | }} |