ἀποσκλῆναι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκλῆναι''': ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. [[σκέλλω]]) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· [[ἀλλά]], ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν [[πρός]] τι, διακεῖσθαι σκληρῶς [[ἐναντίον]] τινός, Συνέσ. 275C.
|lstext='''ἀποσκλῆναι''': ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. [[σκέλλω]]) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - [[οὕτως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· [[ἀλλά]], ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν [[πρός]] τι, διακεῖσθαι σκληρῶς [[ἐναντίον]] τινός, Συνέσ. 275C.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
}}
}}