Anonymous

ἀποσκλῆναι: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ.
}}
}}