3,274,921
edits
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω. | |btext=<i>inf. ao.2 de</i> ἀποσκέλλω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσκλῆναι:''' απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από <i>*ἀπόσκλημι</i> (πρβλ. [[σκέλλω]]), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. [[ἀπέσκληκα]], σε Λουκ.· μέλ. <i>ἀποσκλήσω</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |