3,273,735
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σέρῐς''': ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - [[εἶδος]] κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) [[πικρίς]]. | |lstext='''σέρῐς''': ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - [[εἶδος]] κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) [[πικρίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />légume, sorte de chicorée, endive.<br />'''Étymologie:''' -. | |||
}} | }} |