ἀκρόλοφος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., [[δειράς]], «[[ῥάχη]]», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.
|lstext='''ἀκρόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., [[δειράς]], «[[ῥάχη]]», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sommet élevé ; <i>subst.</i> ὁ [[ἀκρόλοφος]] sommet d’une colline.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[λόφος]].
}}
}}