ἀκρόλοφος
English (LSJ)
ἀκρόλοφον, high-crested, peaked, πρῶνες Opp.C.1.418; πέτραι AP12.185 (Strat.):—Subst., mountain crest, Plu.Publ.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 de altos picos πρῶνες Opp.C.1.418, πέτραι AP 12.185 (Strat.).
2 subst. ὁ ἀ. pico de una montaña, Arist.Pepl.63, Plu.Publ.22.
German (Pape)
[Seite 83] ὁ, Hügelspitze, Plut. Popl. 22. – Adj. -φοι πέτραι, hohe Felsen, Strat. 27 (XII, 185); πρῶνες Opp. Cyn. 1, 418.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sommet élevé ; subst. ὁ ἀκρόλοφος sommet d'une colline.
Étymologie: ἄκρος, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόλοφος: II ὁ вершина холма Plut.
с высокой вершиной (πέτραι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., δειράς, «ῥάχη», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.
Greek Monotonic
ἀκρόλοφος: -ον, I. αυτός που έχει υψηλή κορυφογραμμή, βουνοκορφή, ο με κορυφή, μυτερός, σε Ανθ.
II. ως ουσ. βουνοκορφή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. high-crested, peaked, Anth.
II. as substantive a mountain crest, Plut.