ἀμιξία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμιξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἄμικτον, [[ἑπομένως]], Ι. τὸ ἄμικτον, ἡ [[καθαρότης]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., [[ἔλλειψις]] ἐπιμιξίας, κοινωνίας, [[ἀλλήλων]] Θουκ. 1. 3· [[πρός]] τινα Λουκ. Τίμ. 42: [[ἀκοινωνησία]] Ἰσοκρ. 130Α· [[ὡσαύτως]], ἀμιξίη χρημάτων, [[ἔλλειψις]] χρηματικῶν ἐργασιῶν, [[ἤτοι]] συναλλαγῆς ἢ ἐμπορίου, Ἡρόδ. 2. 136. 2) ἀποχὴ ἀπὸ τῆς σαρκικῆς μίξεως, Ἀρισταίν. 2. 3.
|lstext='''ἀμιξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἄμικτον, [[ἑπομένως]], Ι. τὸ ἄμικτον, ἡ [[καθαρότης]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., [[ἔλλειψις]] ἐπιμιξίας, κοινωνίας, [[ἀλλήλων]] Θουκ. 1. 3· [[πρός]] τινα Λουκ. Τίμ. 42: [[ἀκοινωνησία]] Ἰσοκρ. 130Α· [[ὡσαύτως]], ἀμιξίη χρημάτων, [[ἔλλειψις]] χρηματικῶν ἐργασιῶν, [[ἤτοι]] συναλλαγῆς ἢ ἐμπορίου, Ἡρόδ. 2. 136. 2) ἀποχὴ ἀπὸ τῆς σαρκικῆς μίξεως, Ἀρισταίν. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />isolement, absence de relations ; <i>abs.</i> humeur insociable, sauvagerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμικτος]].
}}
}}