3,273,034
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλήθεια''': [ᾰλ], ἡ, Δωρ. [[ἀλάθεια]], Ἐπ. καὶ ἀληθείᾱ, ἀλλ’ οἱ τύποι ἀληθείη, -ηΐη, ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου [[εἶναι]] ἐσφαλμένοι, ἴδε Δινδ. π. Διαλ., Ἡρόδ. σ. ΧΙ: ([[ἀληθής]]): Ι. [[ἀλήθεια]], τὸ ἀντίθετον τοῦ ψεύδους ἢ τοῦ [[ἁπλῶς]] φαινομένου. 1) παρ’ Ὁμήρῳ καὶ Πινδάρῳ μόνον κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ψεῦδος]], καὶ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῇ φράσει ἀληθείην καταλέξαι, Ἰλ. Ω. 407, καὶ ἀλλ., ἀλ. [[ἀποειπεῖν]], Ψ. 361˙ παιδός... πᾶσαν ἀληθείην μυθεῖσθαι, λέγειν πᾶσαν τὴν ἀλήθ. περὶ τοῦ παιδός, Ὀδ. Λ. 507˙ πρβλ. Πινδ. Ν. 5. 31˙ οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀλ. ἔπη, Αἰσχύλ. Ἀπ. 173˙ πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 472˙ τῇ ἀληθείῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 1. 116˙ εἰπεῖν τὴν ἀληθείην, ὁ αὐτ. 6. 69· ἡ ἀλ. [[περί]] τινος, Θουκ. 4. 122, Σοφ. Τρ. 91· ἀλ. ἔχειν, ἀληθῆ [[εἶναι]], Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 1· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ταῖς ἀλ. χρῆσθαι, Ἰσοκρ. σ. 190Α· τὰς ἀλ. λέγειν, Μένανδ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 3, καὶ ἀλλ.: ― Ἀλήθεια ἦτο τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Πρωταγ., Πλάτ. Θεαίτ. 161C, 162Α, Κρατ. 391C. 2) παρ’ Ἀττικοῖς [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ φαινομένου, = [[ἀλήθεια]], πραγματικότης, ἡ ἀλ. τῶν πραχθέντων, Ἀντιφῶν 119, 21· τῶν ἔργων ἡ ἀλ. Θουκ. 2, 41· μιμήματα ἀληθείας, Πλάτ. Πολιτικ. 300D: ― ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: τῇ ἀληθείᾳ, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Θουκ. 4. 120, κτλ.· οὕτω, ταῖς ἀληθείαισιν, Φιλήμ. Ἄδηλ. 40α· πρβλ. Βαβρ. 75, 20· σπανίως ([[ἄνευ]] ἄρθρου) ἀληθείᾳ, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 343D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἐπ’ ἀληθείας, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Δημ. 323, 26· ἐπὶ τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ πράγματος, ὁ αὐτ. 538. 4· ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείᾳ, [[χάριν]] τῆς ἀληθείας, διὰ τὴν ἀλήθ., Αἰσχύλ. Ἱκ. 628, Ἀριστοφ. Πλ. 891· [[ὡσαύτως]], [[συμφώνως]] τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῇ φύσει τοῦ πράγμ., Θεόκρ. 7, 44· μετ’ ἀληθείας, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 27, Δημ. 19. 1· κατὰ τὴν ἀλ., Ἰσοκρ. 242Α, κτλ.· κατ’ ἀλήθειαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 6, κτλ.· ξὺν ἀληθείᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1567· πρὸς ἀλήθειαν, Διόδ. 5. 67, κτλ. 3) παρὰ Πολυβ., ἀληθὴς [[πόλεμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πολεμικὴν ἄσκησιν ἢ παράταξιν, 5. 63, 13, κτλ. 4) ἡ ἀληθὴς [[ἔκβασις]] ἢ ἐπαλήθευσις ἐνυπνίου ἢ οἰωνοῦ, Ἡρόδ. 3. 64, Δάμων παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1003· πρβλ. ἀληθὴς Ι. 3. ΙΙ. ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀληθοῦς, [[ἀλήθεια]] ἢ φιλαλήθεια, [[εἰλικρίνεια]], Ἡρόδ. 1. 55· ἀλαθείᾳ φρενῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12., 4, 7 ΙΙΙ. τὸ [[σύμβολον]] τῆς ἀληθείας, κόσμημά τι ἐκ σαπφείρου, ὃ ἔφερεν ὁ [[Αἰγύπτιος]] [[ἀρχιερεύς]], Διόδ. 1. 48 καὶ 75, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 14. 34: οὕτω καὶ περὶ τῶν θουμίμ., Ἑβδ. | |lstext='''ἀλήθεια''': [ᾰλ], ἡ, Δωρ. [[ἀλάθεια]], Ἐπ. καὶ ἀληθείᾱ, ἀλλ’ οἱ τύποι ἀληθείη, -ηΐη, ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου [[εἶναι]] ἐσφαλμένοι, ἴδε Δινδ. π. Διαλ., Ἡρόδ. σ. ΧΙ: ([[ἀληθής]]): Ι. [[ἀλήθεια]], τὸ ἀντίθετον τοῦ ψεύδους ἢ τοῦ [[ἁπλῶς]] φαινομένου. 1) παρ’ Ὁμήρῳ καὶ Πινδάρῳ μόνον κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ψεῦδος]], καὶ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῇ φράσει ἀληθείην καταλέξαι, Ἰλ. Ω. 407, καὶ ἀλλ., ἀλ. [[ἀποειπεῖν]], Ψ. 361˙ παιδός... πᾶσαν ἀληθείην μυθεῖσθαι, λέγειν πᾶσαν τὴν ἀλήθ. περὶ τοῦ παιδός, Ὀδ. Λ. 507˙ πρβλ. Πινδ. Ν. 5. 31˙ οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἁπλᾶ γάρ ἐστι τῆς ἀλ. ἔπη, Αἰσχύλ. Ἀπ. 173˙ πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 472˙ τῇ ἀληθείῃ [[χρεώμενος]], Ἡρόδ. 1. 116˙ εἰπεῖν τὴν ἀληθείην, ὁ αὐτ. 6. 69· ἡ ἀλ. [[περί]] τινος, Θουκ. 4. 122, Σοφ. Τρ. 91· ἀλ. ἔχειν, ἀληθῆ [[εἶναι]], Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 1· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ταῖς ἀλ. χρῆσθαι, Ἰσοκρ. σ. 190Α· τὰς ἀλ. λέγειν, Μένανδ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 3, καὶ ἀλλ.: ― Ἀλήθεια ἦτο τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Πρωταγ., Πλάτ. Θεαίτ. 161C, 162Α, Κρατ. 391C. 2) παρ’ Ἀττικοῖς [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ φαινομένου, = [[ἀλήθεια]], πραγματικότης, ἡ ἀλ. τῶν πραχθέντων, Ἀντιφῶν 119, 21· τῶν ἔργων ἡ ἀλ. Θουκ. 2, 41· μιμήματα ἀληθείας, Πλάτ. Πολιτικ. 300D: ― ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: τῇ ἀληθείᾳ, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Θουκ. 4. 120, κτλ.· οὕτω, ταῖς ἀληθείαισιν, Φιλήμ. Ἄδηλ. 40α· πρβλ. Βαβρ. 75, 20· σπανίως ([[ἄνευ]] ἄρθρου) ἀληθείᾳ, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 343D· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἐπ’ ἀληθείας, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Δημ. 323, 26· ἐπὶ τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ πράγματος, ὁ αὐτ. 538. 4· ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείᾳ, [[χάριν]] τῆς ἀληθείας, διὰ τὴν ἀλήθ., Αἰσχύλ. Ἱκ. 628, Ἀριστοφ. Πλ. 891· [[ὡσαύτως]], [[συμφώνως]] τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῇ φύσει τοῦ πράγμ., Θεόκρ. 7, 44· μετ’ ἀληθείας, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 27, Δημ. 19. 1· κατὰ τὴν ἀλ., Ἰσοκρ. 242Α, κτλ.· κατ’ ἀλήθειαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 6, κτλ.· ξὺν ἀληθείᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1567· πρὸς ἀλήθειαν, Διόδ. 5. 67, κτλ. 3) παρὰ Πολυβ., ἀληθὴς [[πόλεμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πολεμικὴν ἄσκησιν ἢ παράταξιν, 5. 63, 13, κτλ. 4) ἡ ἀληθὴς [[ἔκβασις]] ἢ ἐπαλήθευσις ἐνυπνίου ἢ οἰωνοῦ, Ἡρόδ. 3. 64, Δάμων παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1003· πρβλ. ἀληθὴς Ι. 3. ΙΙ. ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀληθοῦς, [[ἀλήθεια]] ἢ φιλαλήθεια, [[εἰλικρίνεια]], Ἡρόδ. 1. 55· ἀλαθείᾳ φρενῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12., 4, 7 ΙΙΙ. τὸ [[σύμβολον]] τῆς ἀληθείας, κόσμημά τι ἐκ σαπφείρου, ὃ ἔφερεν ὁ [[Αἰγύπτιος]] [[ἀρχιερεύς]], Διόδ. 1. 48 καὶ 75, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 14. 34: οὕτω καὶ περὶ τῶν θουμίμ., Ἑβδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> vérité;<br /><b>2</b> habitude de dire la vérité, sincérité, franchise;<br /><b>3</b> réalité <i>(p. opp. à faux-semblant, apparence)</i>;<br /><b>4</b> symbole de vérité, <i>ornement en saphir que portait le grand-prêtre égyptien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]]. | |||
}} | }} |