ἀμφιχάσκω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιχάσκω''': ἴδε κατωτ.: μετ’ ἀορ. ἀμφέχᾰνον ([[διότι]] δὲν ἀπαντᾷ ἐνεστ. ἀμφιχαίνω).<br />Περιχαίνω, [[χαίνω]] διά τι, μ. αἰτ., ἐμὲ μὲν κὴρ [[ἀμφέχανε]], «περιέχανε, κατέπιεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 79· μαστὸν ἀμφέχασκ’ ἐμὸν θρεπτήριον, ἐλάμβανον εἰς τὸ χαῖνον [[στόμα]] [[αὐτοῦ]] τὸν τρέφοντά με μαστόν, ἐπὶ νηπίου ([[ἐνταῦθα]] ὁ [[λόγος]] περὶ ὄφεως), Αἰσχύλ. Χο. 545· ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον [[στόμα]], ἐπὶ τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀργείων περὶ τὰς Θήβας, Σοφ. Αντ. 118: ἐπὶ ἰχθύων, ἀγκίστρου ... πλάνον ἀμφιχανοῦσα [ἡ [[φυκίς]]], [[εἶδος]] κωβιοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 702: - σπανίως μ. δοτ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 178.
|lstext='''ἀμφιχάσκω''': ἴδε κατωτ.: μετ’ ἀορ. ἀμφέχᾰνον ([[διότι]] δὲν ἀπαντᾷ ἐνεστ. ἀμφιχαίνω).<br />Περιχαίνω, [[χαίνω]] διά τι, μ. αἰτ., ἐμὲ μὲν κὴρ [[ἀμφέχανε]], «περιέχανε, κατέπιεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 79· μαστὸν ἀμφέχασκ’ ἐμὸν θρεπτήριον, ἐλάμβανον εἰς τὸ χαῖνον [[στόμα]] [[αὐτοῦ]] τὸν τρέφοντά με μαστόν, ἐπὶ νηπίου ([[ἐνταῦθα]] ὁ [[λόγος]] περὶ ὄφεως), Αἰσχύλ. Χο. 545· ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον [[στόμα]], ἐπὶ τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀργείων περὶ τὰς Θήβας, Σοφ. Αντ. 118: ἐπὶ ἰχθύων, ἀγκίστρου ... πλάνον ἀμφιχανοῦσα [ἡ [[φυκίς]]], [[εἶδος]] κωβιοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 702: - σπανίως μ. δοτ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 178.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἀμφέχασκον]];<br />ouvrir la bouche pour avaler, <i>acc. ; fig.</i> dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[χάσκω]].
}}
}}