3,277,040
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῶμα''': τό, (χόω, [[χώννυμι]]) γῆ ἀναρριπτομένη καὶ συσσωρευμένη πρὸς τὰ τείχη πόλεως πρὸς ἅλωσιν αὐτῆς, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Ἡρόδ. 1. 162· χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15, Ἡσ. ΛΖ΄, Ἱερ. Ϛ΄, 6). 2) [[πρόχωμα]] ἐγειρόμενον παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ [[ὅπως]] κωλύῃ τὴν ὑπερχείλισιν ἢ πλήμμυραν Ἡρόδ. 1. 184. 3) [[φραγμός]], ὁ αὐτ. 7. 130. 4) προκυμαία ἢ [[ἀποβάθρα]] προβαίνουσα ἐπὶ πολὺ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «[[μῶλος]]», Λατ. moles, ὁ αὐτ. 8. 97, Δημ. 1208· 4, πρβλ. 1228, 1·― [[ὡσαύτως]], [[ἀκρωτήριον]], [[ἀμμώδης]] [[γλῶσσα]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 870. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. tumulus, [[τύμβος]], κοινῶς «τούμπα», [[ὕψωμα]] ἐκ χώματος, ἐπὶ τάφου, Ἡρόδ. 1. 93., 9. 85, Αἰσχύλ. Χο. 273, Σοφ. Ἀντιγ. 1216, κλπ.· τάφων χώματα γαίας Εὐρ. Ἱκ. 54· [[χῶμα]] μὴ χοῦν ὑψηλότερον [ἢ] [[πέντε]] ἀνδρῶν [[ἔργον]] Πλάτ. Νόμ. 958Ε. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] γῆ ἀνασκαφεῖσα [[ὅπως]] ἐκτιθεμένη εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀέρος γίνῃ [[κατάλληλος]] πρὸς φυτείαν, Θεοφρ. πρ. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 2. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδ. [[ὡσαύτως]], σωρὸς ἐρειπίων, (Ἰησ. Η΄, 28, Ἡσ. ΚΕ΄, 2). ― Πρβλ. χόω, καὶ τὰ σύνθετα [[αὐτοῦ]], ἐκ-, δια-, κατα-, συγ-. | |lstext='''χῶμα''': τό, (χόω, [[χώννυμι]]) γῆ ἀναρριπτομένη καὶ συσσωρευμένη πρὸς τὰ τείχη πόλεως πρὸς ἅλωσιν αὐτῆς, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Ἡρόδ. 1. 162· χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15, Ἡσ. ΛΖ΄, Ἱερ. Ϛ΄, 6). 2) [[πρόχωμα]] ἐγειρόμενον παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ [[ὅπως]] κωλύῃ τὴν ὑπερχείλισιν ἢ πλήμμυραν Ἡρόδ. 1. 184. 3) [[φραγμός]], ὁ αὐτ. 7. 130. 4) προκυμαία ἢ [[ἀποβάθρα]] προβαίνουσα ἐπὶ πολὺ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «[[μῶλος]]», Λατ. moles, ὁ αὐτ. 8. 97, Δημ. 1208· 4, πρβλ. 1228, 1·― [[ὡσαύτως]], [[ἀκρωτήριον]], [[ἀμμώδης]] [[γλῶσσα]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 870. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. tumulus, [[τύμβος]], κοινῶς «τούμπα», [[ὕψωμα]] ἐκ χώματος, ἐπὶ τάφου, Ἡρόδ. 1. 93., 9. 85, Αἰσχύλ. Χο. 273, Σοφ. Ἀντιγ. 1216, κλπ.· τάφων χώματα γαίας Εὐρ. Ἱκ. 54· [[χῶμα]] μὴ χοῦν ὑψηλότερον [ἢ] [[πέντε]] ἀνδρῶν [[ἔργον]] Πλάτ. Νόμ. 958Ε. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] γῆ ἀνασκαφεῖσα [[ὅπως]] ἐκτιθεμένη εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀέρος γίνῃ [[κατάλληλος]] πρὸς φυτείαν, Θεοφρ. πρ. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 2. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδ. [[ὡσαύτως]], σωρὸς ἐρειπίων, (Ἰησ. Η΄, 28, Ἡσ. ΚΕ΄, 2). ― Πρβλ. χόω, καὶ τὰ σύνθετα [[αὐτοῦ]], ἐκ-, δια-, κατα-, συγ-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χώματος (τό) :<br /><b>I.</b> terrassement, terrasse :<br /><b>1</b> pour se défendre contre l’ennemi;<br /><b>2</b> terrasse élevée par les assiégeants pour s’approcher de la ville;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> toute jetée, même en pierres ; môle;<br /><b>2</b> digue pour empêcher le débordement d’un fleuve;<br /><b>3</b> toute élévation de terre naturelle (atterrissement, dune, promontoire);<br /><b>4</b> amas de terre d’un tombeau, tombe, tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]]. | |||
}} | }} |