ἀντιμεταλαμβάνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμεταλαμβάνω''': ἀντὶ ἑνὸς πράγματος [[λαμβάνω]] [[ἄλλο]], Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.
|lstext='''ἀντιμεταλαμβάνω''': ἀντὶ ἑνὸς πράγματος [[λαμβάνω]] [[ἄλλο]], Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.
}}
{{bailly
|btext=prendre en échange.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μεταλαμβάνω]].
}}
}}