Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιμεταλαμβάνω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Low diacritics: αντιμεταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antimetalambánō Transliteration B: antimetalambanō Transliteration C: antimetalamvano Beta Code: a)ntimetalamba/nw

English (LSJ)

A assume in turn or assume in exchange, πρόσωπον Plu.2.785c; τὸν τόπον τινός Ascl.Tact. 10.15; ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ μῖσος J.AJ16.3.1.
2 receive back in return, Phld.Oec.p.65J., cf. Piet.113.
3 take arguments in reverse order, Dam.Pr.350.
II Gramm., use a form in place of another, A.D.Adv.130.14:—Pass., 154.22, al.; also, to be changed, εἰς.. 130.11.

Spanish (DGE)

I 1tomar a su vez, asumir a su vez πρόσωπον Plu.2.785c, τὸν τόπον Ascl.Tact.10.15, ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ ... μῖσος I.AI 16.66
gram. usar una forma por otra A.D.Adu.130.14.
2 recibir a cambio ἀπὸ λόγων φιλο[σό] φων ... ἀντιμεταλαμβάνειν εὐχάριστον Phld.Oec.p.65, cf. Piet.113.12.
3 exponer en orden inverso argumentos, Dam.Pr.350.
II en v. med. pas. cambiarse εἰς αἰτιατικήν A.D.Adu.130.11, cf. 130.14.

German (Pape)

[Seite 255] (s. λαμβάνω), statt einer Sache eine andere annehmen, Plut. an seni 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 504; pass., verwandelt werden, B. A. 540, 21.

French (Bailly abrégé)

prendre en échange.
Étymologie: ἀντί, μεταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεταλαμβάνω: надевать взамен, менять (πρόσωπον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταλαμβάνω: ἀντὶ ἑνὸς πράγματος λαμβάνω ἄλλο, Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.

Greek Monolingual

ἀντιμεταλαμβάνω (Α)
1. παίρνω κάτι αντί να πάρω κάτι άλλο
2. ανταλλάσσω
3. (Γραμμ.) χρησιμοποιώ έναν τύπο στη θέση κάποιου άλλου.