ἀντιπίπτω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 13, 1., 26. 4· ― συναντῶ ἐχθρόν, τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Πολύβ. 3. 19, 5., 4. 44, 9. 2) ἀνθίσταμαι, ἀντιπῖπτον, ἀνθιστάμενον, Ἀριστ. Πρόβλ. 32. 13· ἀντ. τινὶ Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51. 3) ἐπὶ περιστάσεων, εἶμαι [[ἐναντίος]], τινὶ Πολύβ. 16. 2, 1, κτλ.: ἀπολ., ὁ αὐτ. 16. 28, 2. ΙΙ. [[πίπτω]] εἰς ἐναντίαν διεύθυνσιν, αἱ σκιαὶ Στράβ. 76.
|lstext='''ἀντιπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 13, 1., 26. 4· ― συναντῶ ἐχθρόν, τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Πολύβ. 3. 19, 5., 4. 44, 9. 2) ἀνθίσταμαι, ἀντιπῖπτον, ἀνθιστάμενον, Ἀριστ. Πρόβλ. 32. 13· ἀντ. τινὶ Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51. 3) ἐπὶ περιστάσεων, εἶμαι [[ἐναντίος]], τινὶ Πολύβ. 16. 2, 1, κτλ.: ἀπολ., ὁ αὐτ. 16. 28, 2. ΙΙ. [[πίπτω]] εἰς ἐναντίαν διεύθυνσιν, αἱ σκιαὶ Στράβ. 76.
}}
{{bailly
|btext=tomber sur;<br /><i>fig.</i> réfuter, contredire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πίπτω]].
}}
}}