3,274,216
edits
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποζώννῡμι''': καὶ -ύω, μέλλ. -ζώσω· ― ζωννύω [[ὑποκάτωθεν]], τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Πλουτ. Εὐμέν. 11· ὑπ. τινὰ τοῖς ποσσὶν Ἀνθ. Παλ. 12. 222· ― ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς [[ὑμήν]], ἢ ἀπολ., ὁ ὑπεζωκώς, δηλ. τὸ [[ὑπόζωμα]], [[διάζωμα]], Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 53, Γαλην., ἴδε Greenhill Θεόφιλ. 299. ― Παθ., [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι, ἐζωσμένοι μὲ ζειρὰς (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 7. 69· ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Πλουτ. Ρωμ. 26 ― [[μάλιστα]] δὲ ΙΙ. ζωννύω [[κάτωθεν]] ἢ ὑποδένω διὰ [[σχοινίων]] [[πλοῖον]], [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταστήσω αὐτὸ πλόϊμον, (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ΙΙ), Πολύβ. 27. 3, 3, Πράξ. τῶν Ἀποστ. κζ΄, 17· πρβλ. Horat. I Carm. 14, 6 καὶ ἴδε [[ζεύγνυμι]] ΙΙ, 4, [[διαζώννυμι]] Ι. | |lstext='''ὑποζώννῡμι''': καὶ -ύω, μέλλ. -ζώσω· ― ζωννύω [[ὑποκάτωθεν]], τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Πλουτ. Εὐμέν. 11· ὑπ. τινὰ τοῖς ποσσὶν Ἀνθ. Παλ. 12. 222· ― ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς [[ὑμήν]], ἢ ἀπολ., ὁ ὑπεζωκώς, δηλ. τὸ [[ὑπόζωμα]], [[διάζωμα]], Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 53, Γαλην., ἴδε Greenhill Θεόφιλ. 299. ― Παθ., [[μάλιστα]] ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι, ἐζωσμένοι μὲ ζειρὰς (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 7. 69· ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Πλουτ. Ρωμ. 26 ― [[μάλιστα]] δὲ ΙΙ. ζωννύω [[κάτωθεν]] ἢ ὑποδένω διὰ [[σχοινίων]] [[πλοῖον]], [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταστήσω αὐτὸ πλόϊμον, (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ΙΙ), Πολύβ. 27. 3, 3, Πράξ. τῶν Ἀποστ. κζ΄, 17· πρβλ. Horat. I Carm. 14, 6 καὶ ἴδε [[ζεύγνυμι]] ΙΙ, 4, [[διαζώννυμι]] Ι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> ὑπέζωκα, <i>pf. Pass.</i> ὑπέζωσμαι;<br />ceindre en dessous;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποζώννυμαι;<br /><b>1</b> se ceindre de : [[ξίφος]] PLUT d’une épée ; [[χρυσοῦς]] PLUT porter de l’or dans sa ceinture ; <i>au pf.</i> être ceint de : νηδὺν λευκήν ÉL d’un ventre blanc, avoir le ventre blanc;<br /><b>2</b> relever autour de ses reins : χιτῶνα LUC sa tunique.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ζώννυμι]]. | |||
}} | }} |