ὑποζώννυμι
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
(inf. ὑποζωνύναι in IG12.73.9) and ὑποζωννύω Plb.27.3.3,
A undergird, τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Plu.Eum.11; ὑ. τινὰ τοῖς ποσσίν AP12.222 (Strat.); ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευράς (sc. ὑμήν), or abs. ὁ ὑπεζωκώς, the pleura, Alex.Aphr.Pr.1.53, Gal.2.591 (ὑμήν is expressed in Diocl.Fr. 64, Antyll. ap. Orib.44.23.45, Orac.Chald. ap. Dam.Pr.265); ὑπεζωκότες foetal membranes, Sor.1.58; lining of the intestines, Orib.Fr. 58:—Pass., especially in pf. part., ζειρὰς ὑπεζωμένοι (v.l. -ζωσμ-) girt with ζειραί (q.v.), Hdt.7.69; ὑπεζωσμένοι ἱμάντας Plu.Rom.26: abs., ὑπεζωμέναι (οι) girt up, Hdt.2.85 (with vv.ll.):—esp.,
II brace a ship, so as to make her seaworthy (cf. ὑπόζωμα ΙΙ), IG l. c., Plb. l. c., Act.Ap.27.17; ὑπέζωται IG22.1621.68.
III ὑπεζῶσθαι· τὸ εἰς ἄνδρας ἐλθεῖν, Φιλητᾶς, Hsch. (prob. = come to man's estate).
German (Pape)
[Seite 1217] und -ζωννύω (s. ζώννυμι), 1) unten gürten, um-, zusammengürten; ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. 7, 69; ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Plut. Rom. 26; Num. 13; ὑποζώσας Strat. 64 (XII, 222), ein Fechterausdruck; – ὑπέζωσται νηδὺν λευκήν, hat einen weißen Bauch, Ael. H. A. 13, 17. – 2) ναῦν, ein Schiff mit dem ὑπόζωμα versehen, umbinden, was vor der Abfahrt geschah, Act. Apost. 27, 17; dah. übh. ausrüsten, Pol. 27, 3, 3.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπέζωκα, pf. Pass. ὑπέζωσμαι;
ceindre en dessous;
Moy. ὑποζώννυμαι;
1 se ceindre de : ξίφος PLUT d'une épée ; χρυσοῦς PLUT porter de l'or dans sa ceinture ; au pf. être ceint de : νηδὺν λευκήν ÉL d'un ventre blanc, avoir le ventre blanc;
2 relever autour de ses reins : χιτῶνα LUC sa tunique.
Étymologie: ὑπό, ζώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποζώννυμι: и ὑποζωννύω
1 подпоясывать (χιτῶνας Luc.): Ἀράβιοι ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. арабы носили подпоясанные плащи; ὑπεζωσμένοι ὑμάντας Plut. подпоясанные ремнями; ὑπεζωσμένοι ξίφη Plut. с мечами у поясов; χρυσοῦς τετρακοσίους ὑπεζωσμένος Plut. имеющий в своем поясе четыреста золотых;
2 обхватывать (τινὰ τοῖς ποσσίν Anth.);
3 мор. обвязывать, скреплять канатами (τὰς ναῦς Polyb.; τὸ πλοῖον NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποζώννῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -ζώσω· ― ζωννύω ὑποκάτωθεν, τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Πλουτ. Εὐμέν. 11· ὑπ. τινὰ τοῖς ποσσὶν Ἀνθ. Παλ. 12. 222· ― ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς ὑμήν, ἢ ἀπολ., ὁ ὑπεζωκώς, δηλ. τὸ ὑπόζωμα, διάζωμα, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 53, Γαλην., ἴδε Greenhill Θεόφιλ. 299. ― Παθ., μάλιστα ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι, ἐζωσμένοι μὲ ζειρὰς (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 7. 69· ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Πλουτ. Ρωμ. 26 ― μάλιστα δὲ ΙΙ. ζωννύω κάτωθεν ἢ ὑποδένω διὰ σχοινίων πλοῖον, οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω αὐτὸ πλόϊμον, (ἴδε ὑπόζωμα ΙΙ), Πολύβ. 27. 3, 3, Πράξ. τῶν Ἀποστ. κζ΄, 17· πρβλ. Horat. I Carm. 14, 6 καὶ ἴδε ζεύγνυμι ΙΙ, 4, διαζώννυμι Ι.
English (Strong)
from ὑπό and ζώννυμι; to gird under, i.e. frap (a vessel with cables across the keel, sides and deck): undergirt.
English (Thayer)
from Herodotus down; to under-gird: τό πλοῖον to bind a ship together laterally with ὑποζωματα (Plato, de rep. 10, p. 616c.), i. e. with girths or cables, to enable it to survive the force of waves and tempest, βοήθεια))). (Polybius 27,3, 3.)
Greek Monotonic
ὑποζώννῡμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω — Παθ., παρακ. ὑπ-έζωσμαι·
I. σφίγγω με ζώνες από κάτω, σε Πλούτ. — Παθ., ζειρὰς ὑπεζωμένοι, ζωσμένοι με ζειράς, σε Ηρόδ.
II. περισφίγγω με ζώνες ή δένω γερά από κάτω ένα πλοίο (βλ. ὑπόζωμα II), σε Πολύβ., Κ.Δ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ζώσω Pass., perf. ὑπ-έζωσμαι
I. to undergird, Plut.:—Pass., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι girt with ζειραί, Hdt.
II. to undergird or frap a ship (v. ὑπόζωμα II), Polyb., NTest.
Chinese
原文音譯:Øpozènnumi 虛坡-閂匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-束
字義溯源:束縛,加強,緊縛,捆綁;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ζώννυμι / ζωννύω)=束捆)組成,而 (ζώννυμι / ζωννύω)出自(ζώνη)*=帶)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 捆綁(1) 徒27:17