κοάλεμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοάλεμος''': ᾱ, ὁ, [[ἠλίθιος]], [[ἀνόητος]], [[εὐήθης]], [[βλάξ]], «μποῦφος», Ἀριστοφ. Ἱππ. 198· προσφωνούμενος ὡς θεὸς ἢ [[δαίμων]], [[αὐτόθι]] 221 ὁ [[πάππος]] τοῦ Κίμωνος ἔφερε τὴν προσωνυμίαν ταύτην, Πλουτ. Κίμ. 4. (Κοινῶς παραγόμενον ἐκ τοῦ [[κοέω]] καὶ ἠλέματος ἢ ἠλεός, mente captus, Σοφ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198, Τιμ. Λεξ., Σουΐδ., κτλ.).
|lstext='''κοάλεμος''': ᾱ, ὁ, [[ἠλίθιος]], [[ἀνόητος]], [[εὐήθης]], [[βλάξ]], «μποῦφος», Ἀριστοφ. Ἱππ. 198· προσφωνούμενος ὡς θεὸς ἢ [[δαίμων]], [[αὐτόθι]] 221 ὁ [[πάππος]] τοῦ Κίμωνος ἔφερε τὴν προσωνυμίαν ταύτην, Πλουτ. Κίμ. 4. (Κοινῶς παραγόμενον ἐκ τοῦ [[κοέω]] καὶ ἠλέματος ἢ ἠλεός, mente captus, Σοφ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198, Τιμ. Λεξ., Σουΐδ., κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />homme lourd et stupide.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt.
}}
}}