κοάλεμος
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, stupid fellow, booby, Ar.Eq.198, Aeschin.Socr.16; addressed as a god or demon, Ar.Eq.221; nickname of the grandfather of Cimon, Plu.Cim.4. (From κοέω, ἠλεός acc. to Sch.Ar.Eq. 198, cf. Tim.Lex., etc.)
German (Pape)
[Seite 1464] ὁ, ein dummer, einfältiger Mensch (nach den Alten aus κοεῖν, = νοεῖν, u. ἠλέματος zusammengesetzt, Tim. lex. Pl. u. Schol. Ar.); Ar. Equ. 198, in einem wunderlichen Orakel; 221 ein Gott der Dummheit; vgl. Ath. V, 220 b; Spottname von Kimons Großvater, Plut. Cim. 4. – Hesych. führt noch κόαλοι, βάρβαροι an.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme lourd et stupide.
Étymologie: DELG pê emprunt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοάλεμος -ου, ὁ idioot.
Russian (Dvoretsky)
κοάλεμος: (ᾱ) ὁ дурак, глупец Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κοάλεμος: ᾱ, ὁ, ἠλίθιος, ἀνόητος, εὐήθης, βλάξ, «μποῦφος», Ἀριστοφ. Ἱππ. 198· προσφωνούμενος ὡς θεὸς ἢ δαίμων, αὐτόθι 221 ὁ πάππος τοῦ Κίμωνος ἔφερε τὴν προσωνυμίαν ταύτην, Πλουτ. Κίμ. 4. (Κοινῶς παραγόμενον ἐκ τοῦ κοέω καὶ ἠλέματος ἢ ἠλεός, mente captus, Σοφ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198, Τιμ. Λεξ., Σουΐδ., κτλ.).
Greek Monolingual
κοάλεμος, ὁ (Α)
ανόητος, ηλίθιος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο- (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. -άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι-άλεμος].
Greek Monotonic
κοάλεμος: [ᾱ], ηλίθιος, ανόητος, ευήθης, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: blockhead (Ar., Plu.), also (parodizing) name of a demon of stupidity (Ar. Eq. 221).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Ending as in ἰάλεμος (s. v.), further unclear foreign word; on the phonetics Schwyzer 302 and Björck Alpha impurum 46 and 258, who thinks of an onomatopoetic κο-. Clearly a Pre-Greek word, with the phoneme kʷ-? Cf. καυαλός μωρολόγος H., and κόαλοι βάρβαροι H. S. also on κόβαλος.
Middle Liddell
κοά¯λεμος, ὁ,
a stupid fellow, booby, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
κοάλεμος: {koá̄lemos}
Grammar: m.
Meaning: Dummkopf, Tölpel (Ar., Plu.), auch (parodierend) N. eines Dämons der Dummheit (Ar. Eq. 221).
Etymology: Ausgang wie in ἰάλεμος (s. d.), sonst unklares Fremdwort; zum Lautlichen Schwyzer 302 und Björck Alpha impurum 46 und 258, der an onomatopoetisches κο- denkt (etwa Quarrer). Vgl. καυαλός· μωρολόγος H.; s. auch zu κόβαλος.
Page 1,888