3,270,612
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] τάφρον, [[ἴσως]] δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[σκάπτω]], Πλάτ. Νόμ. 760Ε. | |lstext='''ἀποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] τάφρον, [[ἴσως]] δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[σκάπτω]], Πλάτ. Νόμ. 760Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couper une route par une tranchée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκάπτω]]. | |||
}} | }} |