ἀποσκάπτω

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκάπτω Medium diacritics: ἀποσκάπτω Low diacritics: αποσκάπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: aposkáptō Transliteration B: aposkaptō Transliteration C: aposkapto Beta Code: a)poska/ptw

English (LSJ)

fut. Pass.
A -σκᾰφήσομαι Polyaen.5.10.3:—cut off or intercept by trenches, X.An.2.4.4.
II strengthened for σκάπτω, Pl. Lg.760e.

Spanish (DGE)

1 excavar, cavar zanjas ἐργάταις ἀποσκάψασι a los obreros cavadores, IG 11(2).287A.121 (Delos III a.C.)
en agr. excavar, cavar τὰ περὶ τὴν ῥίζαν Gp.5.35.2.
2 para defensa cavar trincheras ταφρεύοντάς τε ὅσα ἂν τούτου δέῃ καὶ ἀποσκάπτοντας Pl.Lg.760e, esp. los pasos y caminos para cortarlos, X.An.2.4.4, Polyaen.5.10.3, τὰ στενόπορα D.C.49.28.3.

German (Pape)

[Seite 324] abgraben, καὶ ταφρεύω Plat. Legg. VI, 760 e, mit einem Graben den Weg versperren; Xen. An. 2, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

couper une route par une tranchée.
Étymologie: ἀπό, σκάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκάπτω:
1 копать, перекапывать (ταφρεύειν καὶ ἀ. Plat.);
2 окружать окопами, окапывать (ἀ. ἢ ἀποτειχίζειν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω τάφρον, ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ σκάπτω, Πλάτ. Νόμ. 760Ε.

Greek Monolingual

κ. -σκάβω κ. -σκάφτω (AM ἀποσκάπτω)
νεοελλ.
τελειώνω το σκάψιμο
αρχ.-μσν.
σκάβω
αρχ.
αποκλείω σκάβοντας τάφρο.

Greek Monotonic

ἀποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω τάφρο, διαχωρίζω με τάφρους, σε Ξεν.

Middle Liddell

to intercept by trenches, Xen.