αὐαλέος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐᾰλέος''': -α, -ον, ([[αὖος]]) [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], μεμαραμμένος, [[αὐαλέος]] δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ [[κόμης]], [[αὐχμηρός]], αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, [[ἄϋπνος]], Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. [[αὐσταλέος]], [[αὐχμηρός]].
|lstext='''αὐᾰλέος''': -α, -ον, ([[αὖος]]) [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], μεμαραμμένος, [[αὐαλέος]] δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ [[κόμης]], [[αὐχμηρός]], αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, [[ἄϋπνος]], Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. [[αὐσταλέος]], [[αὐχμηρός]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec <i>en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig.</i> raide <i>ou</i> immobile de stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[αὖος]].
}}
}}