αὐαλέος
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
English (LSJ)
α, ον, (αὖος) dry, parched, withered, αὐ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588; of hair, rough, dub. in Simon.37.9, cf.AP7.141 (Antiphil.); of plants, Orph.A.246; of the mouth, Call.Cer.6; of eyes, sleepless, AP5.279 (Agath.); αὐαλέῃ ἐνὶ κόγχῳ prob. in Timo 3.—Late in Prose, Aret.SD2.2, al. (αὑ- Call. l.c.)
Spanish (DGE)
(αὐᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): αὑᾰλέος Call.Cer.6
1 seco ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588, cf. D.P.966, αὐαλέος ψαφαρῷ χροΐ Nonn.D.26.104, δάκρυ Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι AP 5.280 (Antiphil.), ἄρτος Androm.103, κόγχος Timo SHell.777
•de la boca reseca αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280
•de plantas marchito, agostado θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.A.246, ἄμπελος Orph.A.608, cf. AP 7.141 (Antiphil.)
•del cabello en total abandono lacio, marchito αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.
2 fig. lánguido, alicaído de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.H.2.78.
• Etimología: v. αὖος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
desséché, sec en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig. raide ou immobile de stupeur.
Étymologie: αὖος.
German (Pape)
α, ον, trocken, dürr, χρὼς ὑπὸ καύματος, sonnverbrannt, Hes. O. 588; κόμη Antiphil. 37 (VII.141); vgl. Theocr. 14.4; στόμα Call. Cer. 6; ὄμματα, schlaflose, Agath. 19 (V.280).
Russian (Dvoretsky)
αὐᾰλέος:
1 высохший, опаленный (χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; κόμη δένδρων Anth.);
2 досл. сухой, перен. бессонный (ὄμματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐᾰλέος: -α, -ον, (αὖος) ξηρός, κατάξηρος, μεμαραμμένος, αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ κόμης, αὐχμηρός, αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ἄϋπνος, Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. αὐσταλέος, αὐχμηρός.
Greek Monolingual
αὐαλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός
2. μαραμένος, ηλιοκαμένος
3. (για τα μάτια) άυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος με το επίθημα -αλέος (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐᾰλέος: -α, -ον (αὖος), ξηρός, μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.