βασκανία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βασκᾰνία''': ἡ, [[κακολογία]], [[φθόνος]], Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· [[ὄχλος]] καὶ β. Δημ. 348.24<br />ΙΙ. [[μαγεία]], «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας [[φάρμακον]] τὸ [[πήγανον]] Ἀριστ. Προβλ. 20.34.
|lstext='''βασκᾰνία''': ἡ, [[κακολογία]], [[φθόνος]], Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· [[ὄχλος]] καὶ β. Δημ. 348.24<br />ΙΙ. [[μαγεία]], «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας [[φάρμακον]] τὸ [[πήγανον]] Ἀριστ. Προβλ. 20.34.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />envie, jalousie ; esprit de dénigrement, méchanceté.<br />'''Étymologie:''' [[βάσκανος]].
}}
}}