βρυάζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρυάζω''': ὡς τὸ [[βρύω]], ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ μέλλοντα -άσομαι, καὶ ἀόρ. δὲ ἐβρύαξα ἀπαντᾷ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς ἀνα-), καρποῖσι βρ. Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10, πρβλ. 33. 7· ἐπὶ λεαίνης, εγκυμονῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 4· ἀναβλύζω, [[δέπας]] ἀφρῷ βρυάζον Τιμόθ. 4 Bgk.·―μεταφ., γαυριῶ, [[ἀλαζονεύομαι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ.878· καὶ [[καθόλου]], [[ἥδομαι]], [[χαίρω]], εὐχαριστοῦμαι, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. 159. 25, πρβλ. Πλούτ. 2.1098Β.
|lstext='''βρυάζω''': ὡς τὸ [[βρύω]], ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ μέλλοντα -άσομαι, καὶ ἀόρ. δὲ ἐβρύαξα ἀπαντᾷ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς ἀνα-), καρποῖσι βρ. Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10, πρβλ. 33. 7· ἐπὶ λεαίνης, εγκυμονῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 4· ἀναβλύζω, [[δέπας]] ἀφρῷ βρυάζον Τιμόθ. 4 Bgk.·―μεταφ., γαυριῶ, [[ἀλαζονεύομαι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ.878· καὶ [[καθόλου]], [[ἥδομαι]], [[χαίρω]], εὐχαριστοῦμαι, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. 159. 25, πρβλ. Πλούτ. 2.1098Β.
}}
{{bailly
|btext=se gonfler, grossir ; <i>fig.</i> s’enfler, s’épanouir d’orgueil <i>ou</i> de plaisir.<br />'''Étymologie:''' [[βρύω]].
}}
}}