3,277,218
edits
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρυάζω''': ὡς τὸ [[βρύω]], ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ μέλλοντα -άσομαι, καὶ ἀόρ. δὲ ἐβρύαξα ἀπαντᾷ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς ἀνα-), καρποῖσι βρ. Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10, πρβλ. 33. 7· ἐπὶ λεαίνης, εγκυμονῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 4· ἀναβλύζω, [[δέπας]] ἀφρῷ βρυάζον Τιμόθ. 4 Bgk.·―μεταφ., γαυριῶ, [[ἀλαζονεύομαι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ.878· καὶ [[καθόλου]], [[ἥδομαι]], [[χαίρω]], εὐχαριστοῦμαι, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. 159. 25, πρβλ. Πλούτ. 2.1098Β. | |lstext='''βρυάζω''': ὡς τὸ [[βρύω]], ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ μέλλοντα -άσομαι, καὶ ἀόρ. δὲ ἐβρύαξα ἀπαντᾷ ἐν συνθέσ. [[μετὰ]] τῆς ἀνα-), καρποῖσι βρ. Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10, πρβλ. 33. 7· ἐπὶ λεαίνης, εγκυμονῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 4· ἀναβλύζω, [[δέπας]] ἀφρῷ βρυάζον Τιμόθ. 4 Bgk.·―μεταφ., γαυριῶ, [[ἀλαζονεύομαι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ.878· καὶ [[καθόλου]], [[ἥδομαι]], [[χαίρω]], εὐχαριστοῦμαι, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. 159. 25, πρβλ. Πλούτ. 2.1098Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se gonfler, grossir ; <i>fig.</i> s’enfler, s’épanouir d’orgueil <i>ou</i> de plaisir.<br />'''Étymologie:''' [[βρύω]]. | |||
}} | }} |