βρυάζω
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
fut. βρυάσομαι Hsch., aor. ἀνεβρύαξα Ar.Eq.602, other wise only pres.and impf.:—swell, teem, καρποῖσι β. Orph.H.53.10, cf. 33.7; ὁπόταν γε [Ζεὺς] βρυάζων οἶκον ἐσέλθῃ ib.73.4; of a lioness, to be pregnant, A.Fr.491; bubble up, δέπας ἀφρῷ βρυάζον Tim.Fr.7: metaph., wax wanton, A.Supp.878; ἁ λίθος οἶδε βρυάζειν AP9.756 (Aemil.): c. dat., revel in, Epicur.Fr.181; χαίρειν καὶ βρυάζειν prob. l. Id.Fr.600, cf. 605; αἱ γυναῖκες ἐβρύαζον ταῖς Δωρίαις στολαῖς Duris 50; τοῦ ποτοῦ λαμπρῶς ἤδη βρυάζοντος Hld.5.16.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo tema de pres. excep. fut. βρυάσομαι Hsch.]
I 1rebosar, estar hinchado por la comida y bebida <ἐ>βρύαζον οἱ πλεῖστοι la mayor parte de ellos estaban ahítos Men.Asp.48, cf. Hld.5.16.1, en rel. c. la riqueza (Ζεύς) βρυάζων (Zeus) rebosante de bienes Orph.H.73.4, cf. Hsch., c. dat. δέπας ... ἀφρῷ βρυάζον Tim.4.2, (Βάκχος) καρποῖσι ... βρυάζων Orph.H.53.10, cf. 33.7, Hsch., βρυάζω τῷ κατὰ τὸ σωμάτιον ἡδεῖ rebosa mi cuerpo placer (cuando bebo agua y como pan), Epicur.Fr.[124].
2 estar preñada una leona Trag.Adesp.1, cf. Hsch.
II fig.
1 hincharse de orgullo, fanfarronear περιχαμπτὰ βρυάζεις A.Supp.878, αἱ γυναῖκες ἐβρύαζον ἐν τῇ Δωρίδι στολῇ Duris 50, ἁ λίθος οἶδε βρυάζειν de una obra de Praxiteles AP 9.756 (Aemil.), cf. Plu.2.1098b, Hsch.
2 deleitarse, regocijarse Hsch.s.u. βρυάζειν
•en v. med. dejarse llevar del desenfreno Hsch.s.u. βρυάσομαι, cf. βρυασμός.
German (Pape)
[Seite 465] nur praes. (βρύω), strotzen, Überfluß haben, καρποῖς Orph. H. 52. 10; δέπας ἀφρῷ βρυάζον, übersprudelnd, Timoth. bei Ath. XI, 465 c; Von den VLL. θάλλειν, γαυριᾶν, τρυφερῶς διακεῖσθαι erkl.; = ἥδεσθαι, Epicur. bei Stob. flor. 17, 34 u. Plut. non posse 16; vgl. Aemilian. 2 (IX, 756); γυναῖκες ἐβρύαζον ταῖς Δωρίαις στολαῖς, machten Staat damit. Duris Sam. bei Schol. Eur. Hec. 915; vgl. Cratin. bei Mein. II, 20.
French (Bailly abrégé)
se gonfler, grossir ; fig. s'enfler, s'épanouir d'orgueil ou de plaisir.
Étymologie: βρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρυάζω βρύω eigenl. vol zijn, bol staan; overdr. uitbundig zijn.
Russian (Dvoretsky)
βρυάζω: наливаться соками, быть полным жизни (ἡδέως βεβιωκέναι καὶ β. Plut.): περίχαυνα β. Aesch. орать во все горло; καὶ ἁ λίθος οἶδε β. Anth. (под резцом Праксителя) и камень ожил.
Greek (Liddell-Scott)
βρυάζω: ὡς τὸ βρύω, ἐξοιδαίνομαι, πρήσκομαι, φουσκώνω, μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ μέλλοντα -άσομαι, καὶ ἀόρ. δὲ ἐβρύαξα ἀπαντᾷ ἐν συνθέσ. μετὰ τῆς ἀνα-), καρποῖσι βρ. Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10, πρβλ. 33. 7· ἐπὶ λεαίνης, εγκυμονῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 4· ἀναβλύζω, δέπας ἀφρῷ βρυάζον Τιμόθ. 4 Bgk.·―μεταφ., γαυριῶ, ἀλαζονεύομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ.878· καὶ καθόλου, ἥδομαι, χαίρω, εὐχαριστοῦμαι, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. 159. 25, πρβλ. Πλούτ. 2.1098Β.
Greek Monolingual
(AM βρυάζω)
βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω
αρχ.
1. εγκυμονώ
2. ξεχειλίζω
3. αλαζονεύομαι
4. ευχαριστιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω].