βλακεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλᾱκεύω''': εἶμαι [[νωθρός]], [[ὀκνηρός]], Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = [[τρυφάω]], Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[ἕνεκα]] ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.
|lstext='''βλᾱκεύω''': εἶμαι [[νωθρός]], [[ὀκνηρός]], Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = [[τρυφάω]], Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[ἕνεκα]] ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.
}}
{{bailly
|btext=être mou, inerte, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[βλάξ]].
}}
}}