βλακεύω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A to be slack, be lazy, X.An.2.3.11, 5.8.15, Phld.Hom.p.39 O., etc.; ἐν τῇ κατατάσει Hp.Fract.17; β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31:—Med. (which is cited from X. by Eust.1405.32), = τρυφάω, Hld.7.27; but Act. in this sense, Procop.Arc.9.
II c. acc., lose through laziness or waste through laziness, Luc.Ep.Sat.26.
Spanish (DGE)
1 aflojar, dejar flojo οὐ μὴν ἐπιλείπειν χρή, οὐδὲ β. (en la extensión de una fractura) no conviene quedarse corto ni que haya holgura en la alineación de ambas partes del hueso, Hp.Fract.17.
2 remolonear, haraganear καθήμενον καὶ βλακεύοντα X.An.5.8.15, cf. 2.3.11, β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31, μή τι ὁ οἰκονόμος βλακεύσας ... λάθῃ Luc.Ep.Sat.26, cf. Clem.Al.Q.D.S.21.3, Ael.NA epíl.
•c. constr. echarse atrás, escurrir el bulto ἐν τῷ περιπατεῖν Gal.5.733, πρὸς τὴν αἰτίαν ante la acusación Philostr.VA 7.14.
3 dicho del carácter actuar fatua o neciamente, hacer el tonto βλακεύειν μέντοι φημιστέον, εἰ νομίζει Phld.Hom.28.9, cf. Procop.Arc.9.15, Vett.Val.455.23
•en v. med. mismo sent., Ael.Dion.β 15, σπανίως ... τις ὑπὲρ πατρίδος ἑαυτὸν ἐπέδωκεν εἰς θάνατον βλακευσάμενος como caso raro, alguno, actuando neciamente, se presta a la muerte por la patria S.E.P.3.193, cf. Hld.7.27, Didym.2Cor.3.4.
German (Pape)
[Seite 447] schlaff, träge sein, Xen. An. 2, 3, 11; neben καθῆσθαι, Gegensatz κινεῖν, 5, 8, 15. Im med. auch τί, etwas durch Trägheit verlieren, Luc. Ep. Sat. 26; καὶ ἀποδειλιᾶν Dion. Hal. 9, 31. Bei Sp. = θρύπτομαι, schwelgen.
French (Bailly abrégé)
être mou, inerte, lâche.
Étymologie: βλάξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλακεύω βλάξ slap zijn, lui zijn, lamlendig zijn:. ὁπότε ἴδοιμι καθήμενον καὶ βλακεύοντα telkens als ik zag dat iemand bleef zitten en lamlendig was Xen. An. 5.8.15.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκεύω: быть вялым, медлительным, тупым Xen.: βλακεῦσαί τι Luc. (по тупоумию) прозевать что-л.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκεύω: εἶμαι νωθρός, ὀκνηρός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = τρυφάω, Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ φθείρω, καταστρέφω ἕνεκα ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.
Greek Monolingual
(AM βλακεύω) βλαξ
νεοελλ.
χαζεύω, συμπεριφέρομαι σαν βλάκας
αρχ.
1. είμαι βλάκας
2. καταστρέφω κάτι με την οκνηρία μου.
Greek Monotonic
βλᾱκεύω: μόνο στον ενεστ.,
I. είμαι νωθρός, άτονος, οκνηρός, σε Ξεν.
II. με αιτ., χάνω, φθείρω, καταστρέφω εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ.
Middle Liddell
βλάξ
I. only in pres., to be slack, lazy, Xen.
II. c. acc. to lose or waste through laziness, Luc.