νυκτίφαντος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίφαντος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε [[νυκτίφοιτος]]˙ [[καθόλου]], [[νυκτερινός]], νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
|lstext='''νυκτίφαντος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε [[νυκτίφοιτος]]˙ [[καθόλου]], [[νυκτερινός]], νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτιφανής]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φαίνω]].
}}
}}