νυκτίφαντος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφαντος Medium diacritics: νυκτίφαντος Low diacritics: νυκτίφαντος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: nyktíphantos Transliteration B: nyktiphantos Transliteration C: nyktifantos Beta Code: nukti/fantos

English (LSJ)

νυκτίφαντον, appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. νυκτίφοιτος): generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.

German (Pape)

bei Nacht erscheinend, nächtlich, Eur. Hel. 576.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.

Greek Monolingual

νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρόφαντος].

Greek Monotonic

νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

νυκτί-φαντος, ον,
appearing by night, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

appearing at night

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)