νυκτίφαντος
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
νυκτίφαντον, appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. νυκτίφοιτος): generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.
German (Pape)
bei Nacht erscheinend, nächtlich, Eur. Hel. 576.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
Greek Monolingual
νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρόφαντος].
Greek Monotonic
νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
νυκτί-φαντος, ον,
appearing by night, Aesch., Eur.