διάχρυσος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάχρῡσος''': -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, [[χρυσοΰφαντος]], [[ἱμάτιον]] Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.
|lstext='''διάχρῡσος''': -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, [[χρυσοΰφαντος]], [[ἱμάτιον]] Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brodé d’or.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χρυσός]].
}}
}}