διάχρυσος
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
διάχρυσον, interwoven with gold, ἱμάτιον Test. ap. D.21.22; ἐσθῆτες Plb.6.53.7; σκηναί D.S.14.109; ὑποδήματα Plu.2.142c.
Spanish (DGE)
-ον
1 dorado, cubierto de oro de objetos de metal, prob. bañado en oro βοῦς Eudox.Fr.296, φιάλη ἔκτυπος δ. IG 11(2).161B.69, 164A.5 (ambas Delos III a.C.), cf. Ath.Askl.4.64, 70 (III a.C.), (φαρέτραν) ἀργυρᾶν ... διάχρυσον ID 1408A.1.30 (II a.C.), λαμπάδες Callix.2 (p.170.7), μίτρα Longus 1.5.3, ἀσπίς Plu.Alc.16, στέφανος D.C.44.6.3
•de objetos de otros materiales prob. cubierto de oro o con adornos en oro ζωνίον ID 1449Ba.1.9, 1450A.201 (ambas II a.C.), κισσύβιον Longus 1.15.3, ὑποδήματα Plu.2.142c, σόκκοι DP 9.22, προσωπεῖον Luc.Tim.27
•p. ext. de pers. engalanado con oro ἡ δὲ δ. ἑταίρα πολὺν ἔχει τὸν χρυσὸν περὶ τῇ κόμῃ de una máscara de comedia, Poll.4.153, cf. 151.
2 de tejidos dorado e.d. entretejido con hilos de oro, tejido con oro ἱμάτιον Test. en D.21.22, cf. LXX Ps.44.10, Chrys.M.50.692, στολαί LXX 2Ma.5.2, Plb.30.25.10, cf. D.S.36.13, ἐσθῆτες Plb.6.53.7, I.BI 7.137, cf. Hld.4.15.2, στολαί Plb.30.25.13, χιτῶνες Callix.2 (p.172.17), Plu.2.554b, αὐλαῖαι Chares 4, οὐρανίσκοι Phylarch.41, σκηναί D.S.14.109, χλαμύς Poll.4.116, ἔνδυμα Eus.M.23.404A, στρώματα D.C.56.34.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brodé d'or.
Étymologie: διά, χρυσός.
German (Pape)
[ῡ], mit Gold durchwirkt, ἐσθής, ἱμάτιον, Dem. 21.22; Pol. 6.53.7; στολαί 31.3.13, und sonst; ὑποδήματα Plut. Conj. praec. 421.
Russian (Dvoretsky)
διάχρῡσος:
1 отделанный золотом или позолоченный (ὅπλα, ἀσπίς Plut.);
2 расшитый золотом (ἱμάτιον Dem.; στολαί Polyb.; ὑποδήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διάχρῡσος: -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, χρυσοΰφαντος, ἱμάτιον Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.
Greek Monolingual
-ο (Α -ος, -ον)
1. ο υφασμένος με χρυσό, χρυσοΰφαντος
2. ο στολισμένος με χρυσό.
Greek Monotonic
διάχρῡσος: -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.
Middle Liddell
διά-χρῡσος, ον adj
interwoven with gold, Dem.