3,274,873
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολάζω''': μέλλ. κολάσω, Ἀνδοκ. 17. 44, Λυσ. 189. 31, Ξεν., Πλάτ. κτλ., ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.: ἀόρ. ἐκόλασα, Ἀριστοφ., Θουκ. ― Μέσ., μέλλ. κολάσομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 5, Ξεν.· συνῃρ. β΄ ἑνικ. κολᾷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 456· μετοχ. κολωμένους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 244: ἀόρ. ἐκολασάμην, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Μενέξ. 240D. ― Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ. 2. 87, κτλ.: ἐκολάσθην ὁ αὐτ.: πρκμ. κεκόλασμαι Ἀντιφῶν 124. 44, Δημ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κόλος]], συγγεν. τῷ [[κολούω]] καὶ [[ἑπομένως]]), Κυρίως, κολοβώνω, [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]], τὰ δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 180·― [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ Λατ. castigare, [[περιορίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], τιμωρῶ, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 491Ε· τὸ πλεονάζον Πλούτ. 2. 663Ε, κτλ.· τὸ ὑπερβάλλον Γαλην.··― [[μετριάζω]], διορθώνω, ὡς τὰ [[ὀξέα]] διορθώνουσι τὴν χολικὴν τάσιν τοῦ μέλιτος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 12··― [[ἐντεῦθεν]] κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., περιωρισμένος, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 8· [[δίαιτα]] Λουκ. Ἑρμότ. 86, κτλ.· [[ῥήτωρ]] κεκ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 149. 2) παρὰ ποιηταῖς, [[κολάζω]], διορθώνω, τιμωρῶ, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 7, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους, [[ἔνθα]] τὸ κόλαζε = λέγε κολάζων, μεταχειρίζου τοὺς ὑπερηφάνους λόγους σου, [[ὅπως]] ἐλέγχῃς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 1108· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, λόγοις κ. τινὰ [[αὐτόθι]] 1160· θανάτῳ Εὐρ. Ἑλ. 1172, Λυσ. 179· 35· πληγαῖς, τιμωρίαις Πλάτ. Νόμ. 784D, Ἰσοκρ. 13Α· ἀτιμίαις Πλάτ. Πολιτικ. 309D. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ τιμωρηθῇ τις, Ἀριστοφ. Σφ. 406, Πλάτ. Πρωτ. 324C, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7. ― Παθ., τιμωροῦμαι, κτλ., Ἀντιφῶν 123. 16, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1, Πλάτ., κτλ.· ― [[πάσχω]] βλάβην, βλάπτομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 24. ― Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[κολάζω]] καὶ τιμωρέομαι ὁρίζεται παρὰ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17 ὡς ἑξῆς: ὅτι τὸ μὲν πρῶτον ἀποβλέπει τὴν τιμωρίαν τοῦ ἀδικήσαντος, τὸ δὲ δεύτερον τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀδικηθέντος. | |lstext='''κολάζω''': μέλλ. κολάσω, Ἀνδοκ. 17. 44, Λυσ. 189. 31, Ξεν., Πλάτ. κτλ., ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.: ἀόρ. ἐκόλασα, Ἀριστοφ., Θουκ. ― Μέσ., μέλλ. κολάσομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 5, Ξεν.· συνῃρ. β΄ ἑνικ. κολᾷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 456· μετοχ. κολωμένους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 244: ἀόρ. ἐκολασάμην, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Μενέξ. 240D. ― Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ. 2. 87, κτλ.: ἐκολάσθην ὁ αὐτ.: πρκμ. κεκόλασμαι Ἀντιφῶν 124. 44, Δημ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κόλος]], συγγεν. τῷ [[κολούω]] καὶ [[ἑπομένως]]), Κυρίως, κολοβώνω, [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]], τὰ δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 180·― [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ Λατ. castigare, [[περιορίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], τιμωρῶ, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 491Ε· τὸ πλεονάζον Πλούτ. 2. 663Ε, κτλ.· τὸ ὑπερβάλλον Γαλην.··― [[μετριάζω]], διορθώνω, ὡς τὰ [[ὀξέα]] διορθώνουσι τὴν χολικὴν τάσιν τοῦ μέλιτος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 12··― [[ἐντεῦθεν]] κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., περιωρισμένος, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 8· [[δίαιτα]] Λουκ. Ἑρμότ. 86, κτλ.· [[ῥήτωρ]] κεκ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 149. 2) παρὰ ποιηταῖς, [[κολάζω]], διορθώνω, τιμωρῶ, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 7, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους, [[ἔνθα]] τὸ κόλαζε = λέγε κολάζων, μεταχειρίζου τοὺς ὑπερηφάνους λόγους σου, [[ὅπως]] ἐλέγχῃς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 1108· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, λόγοις κ. τινὰ [[αὐτόθι]] 1160· θανάτῳ Εὐρ. Ἑλ. 1172, Λυσ. 179· 35· πληγαῖς, τιμωρίαις Πλάτ. Νόμ. 784D, Ἰσοκρ. 13Α· ἀτιμίαις Πλάτ. Πολιτικ. 309D. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ τιμωρηθῇ τις, Ἀριστοφ. Σφ. 406, Πλάτ. Πρωτ. 324C, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7. ― Παθ., τιμωροῦμαι, κτλ., Ἀντιφῶν 123. 16, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1, Πλάτ., κτλ.· ― [[πάσχω]] βλάβην, βλάπτομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 24. ― Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[κολάζω]] καὶ τιμωρέομαι ὁρίζεται παρὰ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17 ὡς ἑξῆς: ὅτι τὸ μὲν πρῶτον ἀποβλέπει τὴν τιμωρίαν τοῦ ἀδικήσαντος, τὸ δὲ δεύτερον τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀδικηθέντος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κολάσω, <i>ao.</i> ἐκόλασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> κολασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐκολάσθην, <i>pf.</i> κεκόλασμαι;<br /><b>I.</b> tronquer, mutiler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> diminuer, retrancher tout ce qui dépasse, ramener à la juste mesure ; <i>fig.</i> contenir : τὸ πλεονάζον PLUT ce qui est excessif ; [[δίαιτα]] κεκολασμένη LUC régime de vie sévère;<br /><b>2</b> châtier, punir : τινα, qqn ; τινα λόγοις SOPH adresser à qqn des paroles de blâme ; θανάτῳ LYS punir qqn de mort ; τὰ σεμνὰ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους SOPH châtie-les par des paroles sévères;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> souffrir un dommage;<br /><i><b>Moy.</b></i> κολάζομαι châtier AR.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]] ; cf. [[κολούω]]. | |||
}} | }} |