Anonymous

κολάζω: Difference between revisions

From LSJ
3,238 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_7_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] fut. gew. κολάσομαι; eines Wortspiels wegen Ar. Equ. 456 γάστριζε καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ τοῖς κόλοις, χὤπως κολᾷ τὸν ἄνδρα; Vesp. 244 ὡς κολωμένους ὧν ήδίκησεν; selten act. κολάσω, Xen. Cyr. 7, 5, 83, Ath. 1, 9 (von [[κόλος]], [[κολοβός]]); – eigtl. <b class="b2">verstümmeln</b>, beschneiden, abhauen, τὰ δένδρα Theophr., das überflüssige Holz wegnehmen; ähnlich τὸ ἀνοιδαῖνον, zurückdrücken, Poll. 4, 180. – Gew. übertr., jedes Uebermaaß hindern, in Zucht u. Schranken halten, <b class="b2">bändigen, mäßigen</b>; τὸ [[πάθος]] Plut. Artax. 23; τὸ πλεονάζον Conv. 4, 1, 3; τὴν [[ἄλλην]] δίαιταν οὐχ' οὕτω κεκολασμένην οὐδ' ὑπεύθυνον τοῖς νέοις παρεἰχον Lyc. 22; [[ῥήτωρ]] κεκολασμένος, ein einfacher R., Poll. 6, 149; – <b class="b2">tadeln</b>, züchtigen, <b class="b2">strafen</b>, und zwar nach Arist. rhet. 1, 10 zur Besserung des Bestraften; λόγοις κολάζειν Soph. Ai. 1139; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους 1087, strafe sie für die stolzen Worte; ὡς [[κολάζω]] τὸν ἀδικοῦντά σε Eur. Bacch. 1323; θανάτῳ τοὺς κακούς Hel. 1188, öfter; ὅτ' οὐδὲ κολάσ' ἔξεστί μοι τοὺς οἰκέτας Ar. Nubb. 7; πληγαῖς Plat. Legg. VI, 784 c; Folgde; pass., κολάζομαι ἐν ταῖς ἀδικίαις Thuc. 8, 40. – Auch im med., = act., Ar. Vesp. 405, wie Plat. Prot. 324 c; Arist. H. A. 6, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] fut. gew. κολάσομαι; eines Wortspiels wegen Ar. Equ. 456 γάστριζε καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ τοῖς κόλοις, χὤπως κολᾷ τὸν ἄνδρα; Vesp. 244 ὡς κολωμένους ὧν ήδίκησεν; selten act. κολάσω, Xen. Cyr. 7, 5, 83, Ath. 1, 9 (von [[κόλος]], [[κολοβός]]); – eigtl. <b class="b2">verstümmeln</b>, beschneiden, abhauen, τὰ δένδρα Theophr., das überflüssige Holz wegnehmen; ähnlich τὸ ἀνοιδαῖνον, zurückdrücken, Poll. 4, 180. – Gew. übertr., jedes Uebermaaß hindern, in Zucht u. Schranken halten, <b class="b2">bändigen, mäßigen</b>; τὸ [[πάθος]] Plut. Artax. 23; τὸ πλεονάζον Conv. 4, 1, 3; τὴν [[ἄλλην]] δίαιταν οὐχ' οὕτω κεκολασμένην οὐδ' ὑπεύθυνον τοῖς νέοις παρεἰχον Lyc. 22; [[ῥήτωρ]] κεκολασμένος, ein einfacher R., Poll. 6, 149; – <b class="b2">tadeln</b>, züchtigen, <b class="b2">strafen</b>, und zwar nach Arist. rhet. 1, 10 zur Besserung des Bestraften; λόγοις κολάζειν Soph. Ai. 1139; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους 1087, strafe sie für die stolzen Worte; ὡς [[κολάζω]] τὸν ἀδικοῦντά σε Eur. Bacch. 1323; θανάτῳ τοὺς κακούς Hel. 1188, öfter; ὅτ' οὐδὲ κολάσ' ἔξεστί μοι τοὺς οἰκέτας Ar. Nubb. 7; πληγαῖς Plat. Legg. VI, 784 c; Folgde; pass., κολάζομαι ἐν ταῖς ἀδικίαις Thuc. 8, 40. – Auch im med., = act., Ar. Vesp. 405, wie Plat. Prot. 324 c; Arist. H. A. 6, 17.
}}
{{ls
|lstext='''κολάζω''': μέλλ. κολάσω, Ἀνδοκ. 17. 44, Λυσ. 189. 31, Ξεν., Πλάτ. κτλ., ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.: ἀόρ. ἐκόλασα, Ἀριστοφ., Θουκ. ― Μέσ., μέλλ. κολάσομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 5, Ξεν.· συνῃρ. β΄ ἑνικ. κολᾷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 456· μετοχ. κολωμένους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 244: ἀόρ. ἐκολασάμην, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Μενέξ. 240D. ― Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ. 2. 87, κτλ.: ἐκολάσθην ὁ αὐτ.: πρκμ. κεκόλασμαι Ἀντιφῶν 124. 44, Δημ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κόλος]], συγγεν. τῷ [[κολούω]] καὶ [[ἑπομένως]]), Κυρίως, κολοβώνω, [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]], τὰ δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 180·― [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ Λατ. castigare, [[περιορίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], τιμωρῶ, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 491Ε· τὸ πλεονάζον Πλούτ. 2. 663Ε, κτλ.· τὸ ὑπερβάλλον Γαλην.··― [[μετριάζω]], διορθώνω, ὡς τὰ [[ὀξέα]] διορθώνουσι τὴν χολικὴν τάσιν τοῦ μέλιτος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 12··― [[ἐντεῦθεν]] κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., περιωρισμένος, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 8· [[δίαιτα]] Λουκ. Ἑρμότ. 86, κτλ.· [[ῥήτωρ]] κεκ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 149. 2) παρὰ ποιηταῖς, [[κολάζω]], διορθώνω, τιμωρῶ, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 7, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους, [[ἔνθα]] τὸ κόλαζε = λέγε κολάζων, μεταχειρίζου τοὺς ὑπερηφάνους λόγους σου, [[ὅπως]] ἐλέγχῃς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 1108· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, λόγοις κ. τινὰ [[αὐτόθι]] 1160· θανάτῳ Εὐρ. Ἑλ. 1172, Λυσ. 179· 35· πληγαῖς, τιμωρίαις Πλάτ. Νόμ. 784D, Ἰσοκρ. 13Α· ἀτιμίαις Πλάτ. Πολιτικ. 309D. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ τιμωρηθῇ τις, Ἀριστοφ. Σφ. 406, Πλάτ. Πρωτ. 324C, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7. ― Παθ., τιμωροῦμαι, κτλ., Ἀντιφῶν 123. 16, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1, Πλάτ., κτλ.· ― [[πάσχω]] βλάβην, βλάπτομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 24. ― Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[κολάζω]] καὶ τιμωρέομαι ὁρίζεται παρὰ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17 ὡς ἑξῆς: ὅτι τὸ μὲν πρῶτον ἀποβλέπει τὴν τιμωρίαν τοῦ ἀδικήσαντος, τὸ δὲ δεύτερον τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀδικηθέντος.
}}
}}